"Θα δοθώ ολάκαιρος στην άμεση Ενέργεια... Τώρα ταχτοποιώ εδώ τα γραφτά μου, σαν να πρόκειται να φύγω ή να πεθάνω". (Νίκος Καζαντζάκης)

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ ΣΕ ΣΧΗΜΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ


Αυτό το διήγημα μιλάει για τους ανθρώπους που ζούσαν κάποτε στο φεγγάρι. Σήμερα δεν υπάρχει πια κανείς εκεί πάνω, αλλά μέχρι πριν από μερικά χρόνια το μέρος ήταν φίσκα στον κόσμο. Οι άνθρωποι στο φεγγάρι πίστευαν ότι ήταν πολύ ξεχωριστοί, γιατί μπορούσαν να πλάθουν τις σκέψεις τους σε όποιο σχήμα ήθελαν. Σε σχήμα κανάτας ή τραπεζιού, ακόμα και στο σχήμα των παντελονιών «καμπάνα». Έτσι, οι άνθρωποι στο φεγγάρι μπορούσαν να πάνε στο κορίτσι τους ένα πρωτότυπο δώρο, όπως μια σκέψη «Σ’ αγαπώ» σε σχήμα κούπας του καφέ, ή μια «Θα ’μαι πιστός» σε σχήμα βάζου.
Ήταν πολύ εντυπωσιακές όλες αυτές οι σχηματοποιημένες σκέψεις, μόνο που με τον καιρό οι άνθρωποι στο φεγγάρι κατέληξαν σ’ ένα είδος συμφωνίας για το τι μορφή θα πρέπει να έχει κάθε σκέψη. Μια σκέψη μητρικής στοργής έπρεπε πάντα να έχει το σχήμα κουρτίνας, ενώ μια σκέψη πατρικής στοργής το σχήμα σταχτοδοχείου, έτσι δεν έπαιζε πια ρόλο σε ποιο σπίτι έμπαινες, όποιο και να ’ταν μπορούσες πάντα να μαντέψεις ποιες σκέψεις και σε τι σχήμα σε περίμεναν τακτοποιημένες πάνω στο τραπεζάκι του τσαγιού στο σαλόνι.
Απ’ όλους τους ανθρώπους στο φεγγάρι, υπήρχε μόνο ένας που έπλαθε τις σκέψεις του σε διαφορετικό σχήμα. Ήταν ένας νεαρός, λίγο παράξενος, που τον περισσότερο καιρό ήταν απασχολημένος με υπαρξιακά και αρκετά ενοχλητικά ερωτήματα. Η κυριότερη σκέψη που τον τριβέλιζε ήταν αυτή που έλεγε ότι κάθε άτομο έχει τουλάχιστον μία ξεχωριστή σκέψη, που είναι καθαρά προσωπική του. Μια σκέψη με χρώμα και ένταση και περιεχόμενο που μόνο αυτό το άτομο θα μπορούσε να κάνει.
Το όνειρο αυτού του τύπου ήταν να φτιάξει ένα διαστημόπλοιο, να κάνει μ’ αυτό βόλτες στο διάστημα και να μαζεύει όλες τις ξεχωριστές σκέψεις. Δεν πήγαινε σε κοινωνικές εκδηλώσεις ή διασκεδάσεις, δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου έξω και όλο τον καιρό τον περνούσε φτιάχνοντας το διαστημόπλοιο. Έφτιαξε τη μηχανή στο σχήμα μιας σκέψης απορίας και το σύστημα πλοήγησης στο σχήμα μιας σκέψης καθαρής λογικής –και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Πρόσθεσε πολλές ακόμα περίπλοκες σκέψεις που θα τον βοηθούσαν να βρει το δρόμο του και να επιβιώσει έξω στο διάστημα, αλλά οι γείτονές του, που τον παρακολουθούσαν όσο δούλευε, είδαν ότι έκανε συνέχεια λάθη. Γιατί μόνο ένας εντελώς ανίδεος μπορούσε να φτιάξει μια σκέψη περιέργειας σε σχήμα μηχανής, ενώ είναι πασίγνωστο ότι αυτή η σκέψη έπρεπε να έχει το σχήμα μικροσκοπίου. Για να μη μιλήσουμε για το ότι μια σκέψη καθαρής λογικής –άμα δεν θέλεις να φανεί κάπως κακόγουστη- πρέπει να έχει το σχήμα ραφιού. Προσπάθησαν να του εξηγήσουν αλλά αυτός δεν άκουγε. Η επιθυμία του να βρει όλες τις αυθεντικές σκέψεις στο σύμπαν ξεπερνούσε κάθε όριο καλαισθησίας, πόσο μάλλον λογικής.
Μια νύχτα, ενώ ο νεαρός κοιμόταν, μερικοί από τους γείτονές του στο φεγγάρι μαζεύτηκαν όλοι μαζί και, επειδή τον λυπόντουσαν, αποσυναρμολόγησαν το σχεδόν ολοκληρωμένο διαστημόπλοιο και ξανατακτοποίησαν τις διάφορες σκέψεις που το αποτελούσαν όπως ήταν πρώτα. Όταν ο νεαρός σηκώθηκε το πρωί, βρήκε ράφια, βάζα, θερμός και μικροσκόπια εκεί που βρισκόταν το διαστημόπλοιό του, κι όλο αυτό το σωρό τον σκέπαζε μια σκέψη θλίψης –σε σχήμα κεντητού τραπεζομάντιλου- που είχε να κάνει με τον αγαπημένο του σκύλο που είχε πεθάνει.
Ο νεαρός δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με την έκπληξη αυτή. Κι αντί να πει ευχαριστώ έκανε σαν τρελός, άρχισε να χτυπιέται και να τα σπάει όλα. Οι άνθρωποι στο φεγγάρι τον κοίταζαν έκπληκτοι. Δεν τους άρεσε καθόλου αυτή του η συμπεριφορά. Το φεγγάρι, όπως ξέρετε, είναι ένας πλανήτης με πολύ μικρή δύναμη βαρύτητας. Κι όσο πιο μικρή είναι η βαρύτητα σ’ έναν πλανήτη, τόσο πιο εξαρτημένος είναι αυτός ο πλανήτης από την τάξη και την πειθαρχία, γιατί δεν θέλει και πολύ, αρκεί ένα μικρό σπρώξιμο για να χάσουν όλα τα πράγματα την ισορροπία τους. Κι αν όλοι όσοι ένιωθαν λίγη πικρία άρχιζαν να χτυπιούνται, τότε δεν θ’ αργούσε να έρθει η καταστροφή. Τελικά, όταν είδαν ότι ο νεαρός όπως πήγαινε δεν θα ηρεμούσε, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να σκεφτούν έναν τρόπο να τον σταματήσουν. Έτσι, σκέφτηκαν μια σκέψη απομόνωσης, τρία επί τρία, και τον έβαλαν μέσα, μια σκέψη στο μέγεθος ενός κελιού με πολύ χαμηλό ταβάνι. Και κάθε φορά που ο νεαρός ακουμπούσε κατά λάθος μια απ’ τις πλευρές, ένιωθε ένα παγωμένο σοκ που του θύμιζε τη μοναξιά του.
Μέσα σ’ αυτό το κελί ήταν που σκέφτηκε μια τελευταία σκέψη απόγνωσης σε σχήμα σχοινιού, έδεσε μια θηλιά και κρεμάστηκε. Οι άνθρωποι στο φεγγάρι ήταν τόσο ενθουσιασμένοι με την ιδέα ενός σχοινιού απόγνωσης με μια θηλιά στην άκρη που αμέσως βάλθηκαν κι αυτοί να σκέφτονται σκέψεις απόγνωσης και να τις τυλίγουν γύρω απ’ το λαιμό τους. Και μ’ αυτό τον τρόπο εξαφανίστηκαν όλοι οι άνθρωποι απ’ το φεγγάρι, κι ό,τι απόμεινε πίσω τους ήταν αυτό το κελί απομόνωσης. Αλλά μετά από εκατό χρόνια διαστημικών καταιγίδων καταστράφηκε κι αυτό.
Όταν το πρώτο διαστημόπλοιο έφτασε στο φεγγάρι, οι αστροναύτες δεν μπόρεσαν να βρουν κανέναν εκεί πάνω. Το μόνο που βρήκαν ήταν εκατομμύρια κρατήρες. Στην αρχή οι αστροναύτες νόμισαν ότι αυτοί οι κρατήρες ήταν αρχαίοι τάφοι ανθρώπων που κάποτε ζούσαν στο φεγγάρι. Μονάχα όταν τους εξέτασαν καλύτερα ανακάλυψαν ότι αυτοί οι κρατήρες ήταν απλώς σκέψεις για το τίποτα.

(Etgar Keret)



Etgar Keret is on Myspace

Etgar Keret is on Facebook

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Η Συβαρίτισσα


Στον κάθε αργοπορημένο Ρωμιό ξύπνησε ένας αυτάρεσκος σατραπίσκος
Η μάσκα της αγριάδας που φορούσε μόνιμα για να μη λογοδοτεί σε κανέναν γινόταν ο μόνιμος εφιάλτης στον ύπνο των παιδιών του
Λέσχη των ευγενών κυρίων τα μπορντέλα, αληθινός παράδεισος της κοινωνικής αφρόκρεμας και κάθε αρσενικού που σεβόταν τον αντρισμό του
Η κοινωνική ηθική θεμελιώνεται απομονώνοντας τις αθέατες τίμιες στα γκέτο της οικογένειας και τις πουτάνες στα μπορντέλα τους
Οι πρώτες, λυσσασμένες για το φιάσκο της γαμικής ευτυχίας και την πλάνη της αιωνιότητάς της, χρεώνουν κάθε παιδί που γεννιέται για την καταδίκη τους
Πολλές μανάδες στερούμενες τον εραστή-σύζυγο μισούν τα παιδιά τους
Άλλες τα εγκαταλείπουν ή παραφρονούν
Σύμφωνα με το μύθο της οικογενειακής ευτυχίας τα παιδιά αποτελούν συμπληρώματα διαιώνισης της ακλόνητης σταθερότητάς της
Να ήταν η Μήδεια σπλαχνική δολοφονώντας τα παιδιά της;
Ή μήπως η τραγωδία βάζει τον θεμέλιο λίθο στη νέα ηθική της μονογαμίας;
Ποιος εμπόδιζε την πολυγαμική Μήδεια να κοιμηθεί μ’ έναν άλλο άντρα;
Ο Ευριπίδης και η εποχή του
Το μόνο που δεν απασχόλησε τους σερνικούς νομοθέτες τότε ήταν η μοίρα των παιδιών
Η ανηθικότητα θέριεψε έκτοτε στα φλογισμένα μυαλά των στερημένων θηλυκών σαν την αγριοσυκιά στα εγκαταλειμμένα ερείπια στην ύπαιθρο
Γιατί το ανθρώπινο κορμί δε γνωρίζει γράμματα και δεν έμαθε ποτέ τους απαγορευτικούς νόμους που το καταδίκαζαν στη στέρηση
Οι γυναίκες που δε μηχανεύτηκαν διέξοδα να ικανοποιήσουν την πείνα τους γίνηκαν εγκληματικές
Αντίθετα, με το ευτυχισμένο σώμα που είναι το άλας της γης
Όσο για τα παιδιά της Μήδειας
Τα σκότωσε ο Ευριπίδης
Το ίδιο άνετα όσο και οι μεταγενέστεροί του επινοώντας έναν πατέρα-θεό που υποχρεώνει τον μονογενή υιό Του να πεθάνει στο σταυρό.

Άαχ, τα παλιά καλά χρόνια!
(Λιλή Ζωγράφου)


Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ



Σα μπαίνει το καράβι της αγάπης, τη νύχτα μες στο λιμάνι, το υποδέχονται οι μυστηριώδεις μουσικές της ερημιάς. Γύρω, τα νερά γιομίζουν λουλούδια όλων των ειδών και όλων των χρωμάτων, και μιαν άσπρη σειρά από γυμνές γυναίκες μας περιμένει στην προκυμαία. Είναι έτοιμες, όλες τους, στο πρώτα μας νεύμα, να φορέσουν αμέσως την κόκκινη στολή των βουτηχτάδων. Όχι όμως για να κατεβούν στα βάθη της θάλασσας, αλλά μόνο και μόνο για να ’ρθουν να μας περιμένουν, ίσως και ώρες ολόκληρες, ακούραστα, στοργικά, στην είσοδο του υπογείου σιδηροδρόμου. Εμείς, φυσικά, φτάνουμε αναπάντεχα, κουνώντας τα μεγάλα φτερά μας και φωνάζοντας λόγια ασυνάρτητα κι ωραία. Τότες γίνεται απότομα πιο αισθητή η ησυχία του εξοχικού τοπίου, κι έτσι μες στα σκοτάδια, απ’ τα χωράφια, ξεπετιούνται άνθρωποι μαυροντυμένοι, που είναι οι κομήτες, και πιάνα ορθά, με τα λευκά τους πλήκτρα, που είναι τα άστρα. Οι σημαίες κυματίζουν στον άνεμο, σε κανονικά διαστήματα ηχούν τα μυδραλιοβόλα, και τα παιδιά τραγουδούν. Στ’ αυτιά μας ακούμε τα προφητικά ονόματα των γυναικών που θ’ αγαπούσαμε. Επίσης και το όνομα μιας πόλεως: Σινώπη. Εγώ όμως δεν φοβούμαι το θάνατο, γιατί αγαπώ τη ζωή.

(Νίκος Εγγονόπουλος)