"Θα δοθώ ολάκαιρος στην άμεση Ενέργεια... Τώρα ταχτοποιώ εδώ τα γραφτά μου, σαν να πρόκειται να φύγω ή να πεθάνω". (Νίκος Καζαντζάκης)

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ




ΑΡΕΤΟΥΣΑ
«Νένα, λογιάζω να θαρρείς πως με το θέλημά μου
βάνω τα ξύλα στη φωτιάν, και καίγω την καρδιά μου.
Η όρεξή μου, Νένα μου, ο νους κ’ οι λογισμοί μου,
μακράν οδόν επιάσασι, δεν είναι πλιό δικοί μου.
Θωρώ κ’ εξαναγίνηκα, γνωρίζω το απατή μου,
γιατί όλα αλλάξαν εις εμέ, δεν είμαι πλιό σαν ήμου’.
Πολλοί τον Ήλιον πεθυμούν, τη λάμψιν του ζητούσι,
κι άλλοι πολλοί όντε τον-ε δουν, το φως τως καταλούσι’•
άλλος τη βράση ορέγεται, άλλος κρυόν αέρα,
κι άλλος το σκότος πεθυμά, και βλάφτει τον η μέρα.
Πολλοί απ’ τσι μεγαλότητες τούτου του Κόσμου φεύγουν,
την ταπεινότη ορέγουνται και τη φτωχειά γυρεύγουν•
άλλοι το πλούτος πεθυμούν και τη φτωχειά μισούσι,
κι άλλοι ξετρέχουν το κακό, σπουδάζου’ να το βρούσι.
Κι ο Κόσμος από την αρχήν εδέτσι εθεμελιώθει,
και πορπατεί καθένας μας εκεί, που η Τύχη αμπώθει.

»Α’ θέλω τον Ρωτόκριτον Ταίρι να τον-ε κάμω,
και μετ’ αυτό αν ορέγομαι και θέ’ να κάμω γάμο,
εκείνους τους λογαριασμούς, τ’ αφτιά μου οπού σου ακούσα’,
την ώρα τούτη εχάσα τους, δεν είμαι η Αρετούσα.
Σαν πώς θαρρείς κ’ ευρίσκομαι, πώς κρίνομαι, πώς είμαι;
Τιμή κι ο φόβος του Κυρού σφίγγει με και κρατεί με.
Κι από την άλλη ο Έρωτας, μ’ έχει έτσι πληγωμένη,
οπού δεν ξεύρω ο νικητής ποιος είναι οπ’ απομένει.

»Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ’ ανέμου κακοσύνη,
οπού καμιάν ανάπαψη να πάρει δεν τ’ αφήνει,
μα ώρες επά, κι ώρες εκεί τα’ αμπώθουν οι ανέμοι,
κι ανεβοκατεβάζουν το, κ’ εκείνο πάντα τρέμει-
εδέτσι ευρίσκομαι κ’ εγώ. Ανάθεμα έτοια ζήση,
μιάν ώρα ανέγνοια το κακό δε θέλει να μ’ αφήσει!

»Αρχή ήτονε πολλά μικρή κι αψήφιστη, την πρώτη,
κι ουδ’ όλπιζα να σκλαβωθεί έτοιας λογής η νιότη.
Μιά κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κ’ ήρχισέ μου,
και τα τραγούδι κι ο σκοπός εγρίκου’ κ’ ήρεσέ μου.
Κ’ ελόγιαζα κ’ η Πεθυμιά σε λίγο ν’ απομείνει,
μα επλήθαινε με τον καιρόν, Πόθος κι Αγάπη εγίνη.
Και δεν κατέχω να το πω, ίντα λογής μου εφάνη,
και πώς εξάπλωσεν εδά, κι όλον το νου μου πιάνει.
Πράμ’ άλλο δεν ελόγιαζα, μα Πόθο είχα μεγάλον,
να του γρικώ να τραγουδεί έτσι γλυκιά παρ’ άλλον.
Κι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά την όρεξιν εκίνα,
κι ο Έρωτας με πιβουλιά τσι προξενιές μού εμήνα.
Κι α’ μου μιλούσι, δε γρικώ, ουδέ κατέχω πού’ μαι,
κρίνομαι, βασανίζομαι, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι.
Κ’ εβγήκα από τα φωτερά, κ’ εμπήκα στο σκοτίδι,
και του άρρωστου η λιγοθυμιά συχνιά-συχνιά μου δίδει.
Μπορώ να πω κ’ η ζήση μου από την ώρα εκείνη,
οπού’βαλα το λογισμόν, έτοιας λογής με κρίνει.
Ωσάν καράβι όντε βρεθεί στο πέλαγος και πλέγει,
με δίχως ναύτες, μοναχό, και να πνιγεί γυρεύγει,
κι ο άνεμος κ’ η θάλασσα του’χουν κακιά μεγάλην,
και τρέχει πάντα στον πνιμόν, δίχως βοήθειαν άλλην-
εδέτσι ευρίσκομαι κ’ εγώ, πλιό δεν μπορώ να ζήσω,
τρέχω και πορπατώ να βρω χαράκι, να σκορπίσω.




»Κατέχεις το, πως την καρδιάν ο Έρωτας δοξεύγει,
και νοικοκύρης γίνεται, τα φύλλα τση γυρεύγει.
Και δεν μπορεί ν’ αντισταθεί κιανείς, και να του φύγει,
κι ουδέ κοπιά αδιαφόρετα, ως πάγει στο κυνήγι.
Ο Ρώκριτος είν’ Έρωτας, κι αν και φτερά δεν έχει,
μηδέ θαρρείς κ’ εχάσε τα –πού βρίσκουνται, κατέχει.
Εις την καρδιά μου τα’πεψε, κ’ εκεί’ναι τα φτερά του,
γιαύτος πετά και φεύγει μου, κ’ ευρίσκομαι μακρά του.

»Μα μ’ όλον οπού’ν’ Έρωτας, κι οπού’χει χάριν τόση,
τιμής σημάδι κ’ ευγενειάς πάντα τού θέλω δώσει.
Και τάσσω σου, πώς να με δεις σ’ ετούτον αντρειωμένην,
μ’ όλον που μου’χει την καρδιά στη μέσην πληγωμένην.
Δίχως ψεγάδι βούλομαι να πά’ να βρω τον Χάρο,
‘το δε θελήσει ο Κύρης μου Άντρα να τον-ε πάρω.
Ρέγομαι να τον-ε θωρώ, γιατί όμορφος εγίνη,
άλλο ασκημάδι-ν εις εμέ δε θέλεις δει, Φροσύνη.
Μόνο από λόγου μου θωριάν ευγενική θέ’ να’χει,
και τιμημένην εμιλιά σε τόπο, όπου μου λάχει.
Αμή άλλο τίβοτσι από με δε θέλει δει άτιες, Νένα,
και λογισμό μη βάνεις ποιο, και πίστεψέ μου εμένα. »

(Βιτσέντζος Κορνάρος)

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ


Αυτοκτόνησε σ' ένα κωλοξενοδοχείο, στο Ντητρόιτ
κι όταν τον βρήκαν ήταν κόκαλο:
ποντικοφάρμακο...
Εγώ είχα αναλάβει εκεί πέρα
να παίρνω τα νοίκια
και να μαζεύω τα σκουπίδια.
Κάθισα και τους κοίταξα να του μπήγουν τη βελόνα.
Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και κάποιος
του έκλεισε τα βλέφαρα.
Ύστερα η βελόνα άρχισε να "κρατά".
Είχε πεθάνει καρφωμένος στην καρέκλα,
κι άρχιζε να γέρνει.
Βρήκαν 2 γράμματα της αδελφής του από άλλη πόλη.
Τον έβαλαν στο φορείο και τον κατέβασαν τις σκάλες.
Τα σεντόνια ήταν ακόμα σχετικά καθαρά κι απλώς
έστρωσα το κρεβάτι και άδειασα την ντουλάπα.
Όταν βγήκα έξω, όλοι οι μπεκρήδες ήταν στο διάδρομο
με τα σώβρακα και τις βρόμικες φανέλες τους-
αξύριστοι, ξενέρωτοι.
"Ντάξει, μαϊμούδες", τους είπα, "πάρτε τη σαβούρα σας
κι αδειάστε μου το διάδρομο. Δε γουστάρω να σας
βλέπω!"
"Πέθανε κύριε", είπε κάποιος∙ ήταν ο Μπένυ ο Χασούρας.
"Ντάξει, Μπένυ" του είπα,
"έχεις το δωμάτιό του για ένα βράδυ!".
Θα έπρεπε να δείτε τους άλλους, πώς εξαφανίστηκαν
Ο θάνατος δεν είναι δα και τόσο μεγάλη υπόθεση,
όταν έχεις ανάγκη να κοιμηθείς κάπου!
(Charles Bukowski)













Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ


Έτσι είμαι, επιπόλαιος και ευαίσθητος, ικανός για βίαιες παρορμήσεις που με απορροφούν ολόκληρο, καλές και κακές, ευγενείς και χυδαίες, αλλά ποτέ για κάποιο συναίσθημα που διαρκεί, για κάποια συγκίνηση που εμμένει και εισχωρεί στην ουσία της ψυχής. Όλα σ’ εμένα είναι η τάση να γίνουν στη συνέχεια κάτι άλλο, μια ανυπομονησία της ψυχής με τον ίδιο της τον εαυτό, σαν αυτή που νιώθουμε για ένα ενοχλητικό παιδί, μια ανησυχία διαρκώς αυξανόμενη και πάντοτε ίδια. Όλα μ’ ενδιαφέρουν και τίποτα δεν με συγκινεί. Δοκιμάζω τα πάντα, ενώ διαρκώς ονειρεύομαι. Προσέχω τις παραμικρές εκφράσεις στο πρόσωπο του συνομιλητή μου, παρατηρώ τις απειροελάχιστες διακυμάνσεις στο λόγο, αλλά τον ακούω δίχως να προσέχω, σκέφτομαι κάτι άλλο, κι αυτό που θυμάμαι λιγότερο από τη συζήτηση είναι το νόημα των όσων λέχθηκαν από μέρους μου ή από μέρους του συνομιλητή μου. Έτσι, πολλές φορές επαναλαμβάνω σε κάποιον αυτό που του έχω ήδη επαναλάβει, τον ρωτάω εκ νέου αυτό για το οποίο μου έχει ήδη απαντήσει, αλλά μπορώ να περιγράψω με τέσσερις φωτογραφικές λέξεις την έκφραση των μυών του προσώπου του καθώς έλεγε αυτό που δεν θυμάμαι ή τον τρόπο που άκουσε με τα μάτια τη διήγηση που δεν θυμόμουν ότι του είχα ήδη κάνει. Είμαι δύο –και οι δύο βρίσκονται σε απόσταση- σιαμαίοι αδελφοί που δεν είναι ενωμένοι.
(Bernardo Soares, Livro do Desassossego)

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ

Τον καιρό της σποράς μάθαινε, τον καιρό του θερισμού δίδασκε, τον χειμώνα απολάμβανε.
Οδήγησε το κάρο και το αλέτρι σου πάνω από τα κόκαλα των νεκρών.
Ο δρόμος της υπερβολής καταλήγει στο παλάτι της σοφίας.
Η Σύνεση είναι μια πλούσια άσχημη γεροντοκόρη, που τη φλερτάρει η Ανικανότητα.
Αυτός που επιθυμεί αλλά δεν πράττει, γεννάει την πανούκλα.
Το κομμένο σκουλήκι δίνει άφεση στο αλέτρι.
Ρίξε στο ποτάμι εκείνον που αγαπάει το νερό.
Ο ηλίθιος δεν βλέπει το ίδιο δέντρο που βλέπει ο σοφός.
Αυτός που το πρόσωπό του δεν αναδίνει φως, δεν θα γίνει ποτέ άστρο.
Η Αιωνιότητα είναι ερωτευμένη με τους καρπούς του χρόνου.
Η εργατική μέλισσα δεν έχει καιρό για θλίψη.
Τις ώρες της τρέλας τις μετράει το ρολόι, της σοφίας όμως, κανένα ρολόι δεν μπορεί να τις μετρήσει.


Οι τροφές που χορταίνουν δεν πιάνονται με δίχτυ ή παγίδα.
Την κακή χρονιά βγάλε το τεφτέρι, το ζύγι και το μέτρο.
Κανένα πουλί δεν ανεβαίνει στα ύψη, αν πετάει με τις δικές του φτερούγες.
Το νεκρό κορμί δεν παίρνει εκδίκηση για τις πληγές του.
Η πιο υψηλή πράξη είναι να επιδιώκεις μιαν άλλη.
Αν ο τρελός επέμενε στην τρέλα του θα γινόταν σοφός.
Η τρέλα είναι ο μανδύας της απάτης.
Η Ντροπή είναι ο μανδύας της Έπαρσης.
Οι Φυλακές είναι χτισμένες με τις πέτρες του Νόμου, τα Πορνεία με τους πλίνθους της Θρησκείας.
Η έπαρση του παγονιού είναι η δόξα του Θεού.
Η λαγνεία του τράγου είναι η γενναιοδωρία του Θεού.
Η οργή του λιονταριού είναι η σοφία του Θεού.
Η γύμνια της γυναίκας είναι το έργο του Θεού.
Η υπερβολική λύπη γελάει. Η υπερβολική χαρά θρηνεί.


Ο βρυχηθμός των λιονταριών, το ουρλιαχτό των λύκων, το μάνιασμα της ταραγμένης θάλασσας και το σπαθί του ολέθρου είναι κομμάτια αιωνιότητας, πολύ μεγάλα για το μάτι του ανθρώπου.
Η αλεπού καταριέται το δόκανο, όχι τον εαυτό της.
Οι χαρές γονιμοποιούν. Οι λύπες γεννούν.
Ο άντρας ας φορέσει το τομάρι του λιονταριού, η γυναίκα την προβιά του αμνού.
Το πουλί μια φωλιά, η αράχνη έναν ιστό, ο άνθρωπος τη φιλία.
Ο τρελός με το αυτάρεσκο χαμόγελο και ο σκυθρωπός βαρύθυμος τρελός μια μέρα θα νομιστούν σοφοί, για όλους, ράβδος.
Αυτό που σήμερα είναι αποδεδειγμένο, κάποτε δεν ήταν παρά γέννημα της φαντασίας.
Ο αρουραίος, ο ποντικός, η αλεπού, ο λαγός βλέπουν τις ρίζες, το λιοντάρι, η τίγρη, το άλογο, ο ελέφαντας βλέπουν τους καρπούς.
Η στέρνα περιέχει, η κρήνη ξεχειλίζει.


Μια σκέψη γεμίζει το άπειρο.
Λέγε πάντα ελεύθερα τη γνώμη σου και ο τιποτένιος θα σε αποφύγει.
Ό,τι πιστευτό, είναι μια εικόνα της αλήθειας.
Ο αετός δεν έχασε ποτέ του τόσο χρόνο, όσο τότε που βάλθηκε να μάθει απ' το κοράκι.
Η αλεπού προνοεί για τον εαυτό της, αλλά ο Θεός προνοεί για το λιοντάρι.
Το πρωί να σκέφτεσαι. Το μεσημέρι να πράττεις. Το βράδυ να τρως. Τη νύχτα να κοιμάσαι.
Αυτός που αφέθηκε να τον εξαπατήσεις, σε γνωρίζει.
Όπως το αλέτρι υπακούει στις λέξεις, έτσι και ο Θεός ανταμείβει τις προσευχές.
Οι τίγρεις της οργής είναι σοφότερες από τα άλογα της μάθησης.
Από το στάσιμο νερό να περιμένεις δηλητήριο.


Ποτέ δεν θα μάθεις τί είναι αρκετό, αν δεν μάθεις τί είναι περισσότερο από αρκετό.
Ν' ακούς τις κατηγόριες του τρελού. Είναι βασιλικός τίτλος!
Τα μάτια της φωτιάς, τα ρουθούνια του αέρα, το στόμα του νερού, τα γένια της γης.
Ο άτολμος, είναι τολμηρός στο δόλο.
Η μηλιά δεν ρωτάει ποτέ την οξιά, πως να μεγαλώσει, ούτε το λιοντάρι το άλογο πως να κυνηγήσει.
Ο ευγνώμων αποδέκτης χαίρεται πλούσια σοδειά.
Αν άλλοι δεν ήταν ανόητοι, θά 'πρεπε νά 'μασταν εμείς.
Η ψυχή της γλυκιάς ηδονής ποτέ δεν μιαίνεται.
Όταν κοιτάζεις έναν Αετό, κοιτάζεις ένα μέρος του Πνεύματος. Ύψωσε το βλέμμα σου!
Όπως η κάμπια διαλέγει τα πιο όμορφα φύλλα για ν' αποθέσει τ' αυγά της, έτσι και ο παπάς εξαπολύει την κατάρα του πάνω στις πιο όμορφες χαρές.
Για να γεννηθεί ένα αγριολούλουδο χρειάζεται τοκετός αιώνων.
Η κατάρα τονώνει, η ευχή χαλαρώνει.


Το καλύτερο κρασί είναι το παλιό, το καλύτερο νερό είναι το πιο φρέσκο.
Οι προσευχές δεν οργώνουν! Οι ύμνοι δεν θερίζουν!
Οι χαρές δεν γελούν! Οι θλίψεις δεν κλαίνε!
Το κεφάλι Ευγένεια, η καρδιά Πάθος, τα γεννητικά όργανα Ομορφιά, τα χέρια και τα πόδια Αναλογία.
Ό,τι ο αέρας για το πουλί ή η θάλασσα για το ψάρι, το ίδιο και η καταφρόνια για τον αξιοκαταφρόνητο
Το κοράκι θα ήθελε όλα να είναι μαύρα, η κουκουβάγια όλα να είναι λευκά.
Το σφρίγος είναι Ομορφιά.
Αν το λιοντάρι έπαιρνε συμβουλές από την αλεπού, τότε θα γινόταν πονηρό.
Η Πρόοδος φτιάχνει ίσιους δρόμους, αλλά οι ανώμαλοι δρόμοι χωρίς την Πρόοδο, είναι οι δρόμοι της Ιδιοφυΐας.
Καλύτερα να πνίξεις ένα μωρό στην κούνια του, παρά να τρέφεις ανικανοποίητους πόθους.
Εκεί που απουσιάζει ο άνθρωπος, η φύση είναι στείρα.
Η Αλήθεια δεν μπορεί να ειπωθεί έτσι που να είναι κατανοητή, αλλά όχι πιστευτή.
Φτάνει! ή Περισσεύει.
(William Blake, Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης)



"Δεν υπάρχει τίποτα στον Μπλέηκ που να τον κάνει να φαίνετα ανώτερος. Αυτό τον κάνει τρομακτικό".
T.S.Eliot

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

ΜΟΝΟΣ

Σε κάποια πολιτεία καιρό φτασμένος,
μόνος γυρίζω, όλη τη μέρα μόνος•

πόθος ούτ' ένας μέσα μου, ουδέ πόνος,
κ' είμαι από κάθε τι ο ξεδιψασμένος.

Πότε, από πού έχω έρθη, δεν το λογαριάζω
να μου το ειπούν• μιλώ, δε μου μιλάνε•

πικροχαμογελάνε, αντιπερνάνε,
σαν να μην είμαι, σαν να μη τους μοιάζω.

Κι όταν μεσημερνός ο ήλιος κεντρώνει,
και πέρα ως πέρα η χώρα όλη ερημώνει,
κι ουδέ σε θύρα ουδέ σε παραθύρι
γροικάς ποτέ, θωρείς κανένα-
κάτασπρη η πολιτεία φαντάζει ως ένα
παλιό, λησμονημένο κοιμητήρι.
(Κλέων Παράσχος, Ανθολογία "Οι Νέοι, 1922)

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

LA NOCHE EN LA ISLA

Toda la noche he dormido contigo
junto al mar, en la isla.
Salvaje y dulce eras entre el placer y el sueño,
entre el fuego y el agua.

Tal vez muy tarde
nuestros sueños se unieron
en el alto o en el fondo,
arriba como ramas que un mismo viento mueve,
abajo como rojas raíces que tocan.

Tal vez tu sueño
se separó del mío
y por el mar oscuro
me buscaba
como antes
cuando aún no existías,
cuando sin divisarte
navegué por tu lado,
y tus ojos buscaban
lo que ahora
-pan, vino, amor y cólera-
te doy a manos llenas
porque tú eres la copa
que esperaba los dones de mi vida.

He dormido contigo
toda la noche mientras
la oscura tierra gira
con vivos y con muertos,
Y al despertar de pronto
en medio de la sombra
mi brazo rodeaba tu cintura.
Ni la noche, ni el sueño
pudieron separarnos.

He dormido contigo
y al despertar tu boca
salida de tu sueño
me dio el sabor de tierra,
de agua marina, de algas,
del fondo de tu vida,
recibí tu beso
mojado por la aurora
como si me llegara
del mar que nos rodea.



(Pablo Neruda)



Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ

Όλη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
στη θάλασσα πλάι, στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Ίσως πολύ αργά
τα όνειρά μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος ο άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.

Ίσως το όνειρό σου
απομακρύνθηκε απ’ το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
-ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό-
σου προσφέρω απλόχερα
γιατί είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα που
η γη η σκοτεινή γυρίζει
με ζωντανούς και πεθαμένους,
κι όταν ξύπνησα στα ξαφνικά
μες στο σκοτάδι
το χέρι μου είχα γύρω από τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και μόλις ξύπνησα το στόμα σου
βγαλμένο απ’ το όνειρό σου
μου έδωσε τη γεύση της γης,
του θαλασσινού νερού, των φυκιών,
του βυθού της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να μου ερχόταν
από τη θάλασσα που μας κυκλώνει.


(Απόδοση: Αγαθή Δημητρούκα)

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΟΝΑΞΙΕΣ

Υπάρχουν καρδιές όπου ο θεός δεν θα μπορούσε να κοιτάξει χωρίς να χάσει την αθωότητά του. Η θλίψη άρχισε να υπάρχει πριν από τη δημιουργία: ο Δημιουργός είχε διεισδύσει μέσα στον κόσμο πολύ προτού διακυβεύσει την ισορροπία του. Όποιος πιστεύει πως μπορούμε ακόμα να πεθάνουμε δεν έχει γνωρίσει κάποιες μοναξιές, ούτε το αναπόδραστο της αθανασίας που διαφαίνεται σε ορισμένες επιθανάτιες αγωνίες...
Για μας τους μοντέρνους είναι ευτυχία που η κόλαση εντοπίστηκε μέσα μας: θα είχαμε διατηρήσει την αρχαία της μορφή που ο φόβος, με απειλές δύο χιλιάδων ετών, μας είχε απολιθώσει. Δεν υπάρχουν πια τρόμοι που να μην γίνονται υποκειμενικοί: η ψυχολογία είναι η σωτηρία μας, η καταφυγή μας. Άλλοτε, αυτός ο κόσμος πίστευαν ότι ξεπήδησε από ένα χασμουρητό του διαβόλου: σήμερα είναι λάθος των αισθήσεων, πνευματική προκατάληψη, συναισθηματική ιδιοτροπία. Ξέρουμε τι να σκεφτούμε μπροστά στην αποκάλυψη της Τελικής Κρίσης που είχε ο άγιος Χίλντεγκαρντ ή στην αποκάλυψη της κόλασης που είχε η αγία Τερέζα: το υπέρτατο -της φρίκης όπως και της ανάτασης- έχει ταξινομηθεί από το οιοδήποτε εγχειρίδιο νοητικών ασθενειών. Και αν τα δεινά μας μας είναι γνωστά, εντούτοις δεν μας λείπουν τα οράματα, μόνο που δεν τα πιστεύουμε πλέον. Έχοντας πέσει με τα μούτρα στη χημεία των μυστηρίων, εξηγούμε τα πάντα, ακόμα και τα δάκρυά μας. Ωστόσο κάτι παραμένει ανεξήγητο: αν η ψυχή είναι κάτι τόσο ασήμαντο, από πού πηγάζει το συναίσθημα της μοναξιάς μας; Ποιός είναι ο χώρος του; Και πώς αντικαθιστά διαμιάς την τεράστια εξανεμισμένη πραγματικότητα
;
(Emil Cioran)


Ο Emil Cioran γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1911 στο Ρασινάρι της Ρουμανίας. Πολύ νέος ανακάλυψε τον Νίτσε, τον Ντοστογιέφκι, τον Σοπενχάουερ, τον Φλωμπέρ, τον Λίχτενμπεργκ, τον Μπαλζάκ, τον Ταγκόρ και τον Σένγκλερ, οι οποίοι επηρέασαν τη σκέψη του, όπως αργότερα ο Χέγκελ, ο Χούσερλ, ο Καντ, ο Βάινιγκερ, ο Φίχτε και ο Κίρκεγκωρ. Το 1937, με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου της Ρουμανίας, εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου και παραμένει έως το τέλος της ζωής του. Πέθανε στις 20 Ιουνίου 1995.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ

Ένα νοσοκομείο που φλέγονταν απ' τον Ιούλιο. Μετρούσε εβδομάδες η κλεψύδρα του ορού σου. Σε τίποτε δεν παρέπεμπες πια. Φωνή που κάποτε αντέγραψα και τώρα την ακούω ακατανόητη.
Άλλαξες. σχεδόν κρυφά, ανειδοποίητα. Όστρακο που άδειασε απ' το μαλάκιο της ιστορίας του. Τί χάδι υπό προθεσμίαν, τί θαλπωρή εφήμερη ήσουν εσύ. πίσω απ' την πλάτη μου να μεταβάλλεσαι σ' αυτό το άδειο βλέμμα.
(Το δάνειο του χρόνου,1989, ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ)