"Θα δοθώ ολάκαιρος στην άμεση Ενέργεια... Τώρα ταχτοποιώ εδώ τα γραφτά μου, σαν να πρόκειται να φύγω ή να πεθάνω". (Νίκος Καζαντζάκης)

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΧΑΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Πάρα πολύ θάλασσα. Είδαμε πολύ θάλασσα.
Αργά το σούρουπο που το νερό απλώνεται άτονο
και ξεθωριασμένο στο τίποτα, ο φίλος μου το κοιτάει επίμονα
και εγώ κοιτάω το φίλο μου και κανείς δε μιλαέι.
Το βράδυ καταλήγουμε στο βάθος μιας ταβέρνας μες στους καπνούς
μονάχοι μας, να πίνουμε παρέα. Ο φίλος μου έχει τα όνειρά του
(είναι λιγάκι μονότονα τα όνειρα, στο βουητό της θάλασσας)
όπου το νερό ανάμεσα στα νησιά δεν είναι παρά ο καθρέφτης
των λόφων που είναι διάστικτοι από καταρράκτες και αγριολούλουδα.
Το κρασί του είναι σαν τα όνειρά του. Βλέπει, κοιτώντας το ποτήρι,
ν' ανεβαίνει πράσινους λόφους στην πεδιάδα της θάλασσας.
Οι λόφοι μού αρέσουν, και τον αφήνω να μιλάει για τη θάλασσα
το νερό είναι τόσο διάφανο που φαίνονται τα βότσαλα.

Βλέπω μονάχα λόφους και μου γεμίζουν τον ουρανό και τη γη
με τις σταθερές γραμμές των μακρινών και κοντινών πλαγιών.
Μονάχα οι δικοί μου είναι άγριοι και αυλακωμένοι
με κουρασμένα αμπέλια πάνω στην καμένη γη. Ο φίλος τούς δέχεται
και τους θέλει ντυμένους στα λουλούδια και στα άγρια φρούτα
για να ανακαλύψει γελώντας, κορίτσια πιο γυμνά από τα φρούτα.
Αυτό δεν είναι απαραίτητο: στα πιο σκληρά όνειρά μου δεν λείπει το
χαμόγελο.
Αν αύριο το πρωί πηγαίναμε προς τους λόφους,
θα μπορούσαμε να συναντήσουμε στ' αμπέλια
κάποια μελαχρινή, ηλιοκαμένη κοπέλα
και, πιάνοντας κουβέντα, να φάμε λίγα από τα σταφύλια της.
(Cesare Pavese, 1933)

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΧΑΡΑΣ

Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο το πρωί
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα και τα λουλούδια
έπειτα ο ήλιος
ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό.
Μια νύμφη μάζευε τις έννοιες μας και τις κρεμνούσε στα δέντρα
ένα δάσος από δέντρα του Ιούδα.
Ερωτιδείς και σάτυροι παίζαν και τραγουδούσαν
κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες
σάρκες μικρών παιδιών.
Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί,
η άβυσσο κλειστό πηγάδι
όπου χτυπούσε το τρυφερό πόδι ενός ανήλικου φαύνου
θυμάσαι το γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
Έπειτα σύννεφα βροχή και το νοτισμένο χώμα
έπαψες να γελάς σαν έγειρες μέσα στην καλύβα
κι άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας
τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία.

"Ανεξήγητο" είπες "ανεξήγητο
δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους
όσο και να παίζουν με τα χρώματα
είναι όλοι τους μαύροι".
(Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄, 1940)

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

ΠΡΩΙΝΟ ΑΣΤΡΟ

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ,
τί μεγάλα μάτια
τί μεγάλα-
σε ποιό ουρανό χαμογελάς
τί βλέπεις πίσω από τα μάτια μας;

Κάτω από τα τριανταφυλλένια πέλματά σου
δυο καρδιές-
η καρδιά της μητέρας
η καρδιά του πατέρα.
Πάτα γερά.
Δε θα πέσεις.

Όπου ακουμπήσεις πούπουλα και φως
πούπουλα και φως η μάνα σου
πούπουλα και φως εγώ-
με παίρνει ο αέρας
πούπουλο και φως.

Κράτησέ με, κοριτσάκι,
με παίρνει ο αέρας
πάνω απ' τα βουνά
ψηλά, ψηλά,
γαλανά φτερά
φτερά, φτερά,
μια θάλασσα φτερά
η χαρά.
Κράτησέ με.

Ένα αστέρι μου κλείνει το μάτι του
μια πεταλούδα μου παίρνει το φλιτζάνι μου
δυο χελιδόνια μου παίρνουν την καρέκλα μου
τέσσερα περιστέρια μου παίρνουν το τραπέζι μου
ένας αητός μου πήρε τα ρούχα μου,
γυμνός στον αέρα
στον αέρα
με παίρνει ο αέρας
πούπουλο και φως.

Μονάχα το χαμόγελό σου
ένας ρόδινος κρίκος να πιαστώ.

Κράτησέ με.

...........................................................

ΚΛΑΙΣ, κοριτσάκι;
Λείπει η μητέρα;
Έλα, μην κλαις.

Η μητέρα που λείπει
έχει βγει μια στιγμή στον ουρανό
να ποτίσει
τα λουλούδια των άστρων.

Δυο μικρά αγγελούδια
τη συνάντησαν
στο πιο δροσερό
μονοπάτι του Παράδεισου.

Τη ρωτήσανε για σένα, κοριτσάκι,
βγάλαν δυο φτερά από τα φτερά τους
και σ' τα στέλνουν
να τα βρέξεις στην καρδιά μας
και να γράψεις στο θεό.

Γράψε του: "Καλέ θεούλη,
εμείς είμαστε καλά.
Κάνε εσύ, καλέ θεούλη,
νά 'χουν όλα τα παιδάκια
ένα ποταμάκι γάλα
μπόλικα αστεράκια μπόλικα τραγούδια.
Κάνε εσύ, καλε θεούλη,
νά 'ναι όλοι καλά
έτσι που και μεις να μη
νιώθουμε πολύ ντροπή
για την τόση μας χαρά".

Έκανες ένα λάθος, κοριτσάκι, να:
Η χαρά
δε γράφεται με πράσινο.
Γράφεται με κόκκινο.
Η χαρά
είναι κόκκινο γαρίφαλο.
Να το θυμάσαι:
Κόκκινο γαρίφαλο.

Μεθαύριο θα σου πω.
(Γιάννης Ρίτσος)

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

ΤΡΟΠΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΙΓΟΚΕΡΩ

Απ' την αρχή δε γνώρισα, όπως τό 'πα κι όλας, τίποτ' άλλο απ' το χάος. Μερικές ωστόσο φορές έφτανα τόσο κοντά στο κέντρο, μέσα στην ίδια την καρδιά της σύγχυσης, που είναι ν' απορεί κανένας πως δεν τινάχτηκαν τα πάντα στον αέρα γύρω μου.
Έχει γίνει συνήθειο να λέμε πως για όλα φταίει ο πόλεμος. Εγώ όμως βεβαιώνω πως ο πόλεμος δεν επηρέασε στο παραμικρό, ούτε εμένα, ούτε τη ζωή μου. Τον καιρό που άλλοι είχαν βολευτεί σ' άνετες κουκέτες, στο ναυτικό, εγώ σερνόμουν απ' τη μιαν άθλια δουλειά στην άλλη, και ποτέ δεν κέρδιζα όσα θα μου φτάναν για να κρατήσω μαζί την ψυχή με το σώμα μου. Σχεδόν μόλις με προσλάβαιναν, με πετούσαν στο δρόμο. Δε μού 'λειπε η εξυπνάδα, προκαλούσα όμως τη συσπιστία. Όπου κι αν πήγαινα, υποδαύλιζα τη διχόνοια -όχι γιατί ήμουν ιδεολόγος, αλλά γιατί έμοιαζα μ' ένα φακό πού 'βγαζε στη φόρα τη βλακεία και τη μηδαμινότητα που υπήρχε στο κάθε τι. Και πέρα απ' αυτό, δεν ήμουν καλός κολογλύφτης. Κι έδινα, δεν υπάρχει αμφιβολία, αυτήν την εντύπωση. Όταν ζητούσα δουλειά, ο καθένας, καταλάβαινε αμέσως, πως δεν έδινα φράγκο αν θα την έπαιρνα ή όχι. Και φυσικά, συνήθως δεν την έπαιρνα. Έπειτα όμως από λίγο χρόνο, και μόνο το να ψάχνω για δουλειά έγινε για μένα απασχόληση, ένας τρόπος, ας πούμε, να περνάω τον καιρό μου. Έμπαινα και ζητούσα οτιδήποτε. Ήταν κάποιος τρόπος να σκοτώνω τον καιρό μου -καθόλου χειρότερος, απ' όσο μπορούσα ν' αντιληφθώ, απ' τη δουλειά αυτή καθ' αυτή. Ήμουν αφεντικό του εαυτού μου και είχα το δικό μου ωράριο, αντίθετα όμως απ' τ' άλλα τ' αφεντικά, εγώ κατέστρεφα μόνο τον εαυτό μου, προκαλούσα μόνο τη δική μου χρεωκοπία. Δεν ήμουν ούτε σωματείο, ούτε τραστ, ούτε κράτος, ούτε ομοσπονδία κρατών -πιό πολύ έμοιαζα με Θεό, αν ήταν να μοιάζω με κάτι.
(Χένρι Μίλλερ)

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

ΠΕΡΙ ΧΡΗΜΑΤΩΝ, ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΩΣ ΑΝΤΙΞΟΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΒΙΟΥ

Βιός το λέμε, γιατί μετά βίας το κερδίζουμε.

Βίος που του λείπει το βιός δεν είναι βίος.

Μολύβι σκέτο τα πάθια και οι καημοί των ανθρώπων.

Έχει γλυκασμόν και μες στις συμφορές ακόμα.

Στο χρήμα πάνω απ' όλα φαίνεται τι είναι ο άνθρωπος.

Ο πλούτος μπορεί να σε κάμει και πονόψυχον ακόμα.

Ζούμε, βλέπεις, όχι όπως θέλουμε, αλλά όπως μπορούμε.

Από μιαν άθλια ζωή καλύτερος ο θάνατος.

Προτιμώ μια στάλα τύχη από ένα πυθάρι μυαλό.

Του καραβιού τ' αραξοβόλι, είν' ο όρμος. Της ζωής,η ανεγνοιασιά.

Αραξοβόλι στην τύχη τη στραβή είναι για τον άνθρωπο η τέχνη.

Μη βιάζεσαι να πλουτίσεις, μη φτωχύνεις γρήγορα.

Όλες οι ατυχίες να θεωρείς πως είναι ολωνών.

Νίκα με τον λογισμό την κάθε συμφορά που θα σου τύχει.

Κανένας δεν έριξε τον πυρετό του δίνοντας χρήματα.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη βρίζει την τύχη του.

Σπουδαιότατο όπλο είναι για τον άνθρωπο τα χρήματα.

Μην ξιπαστείς απ' τα πλούτη σου και επιχειρήσεις καμιάν αδικία.

Φτωχός σαν είσαι, μην έχεις μυαλό πλουσίου.

Τον φτωχό τον ακαμάτη δεν μπορεί να τονε θρέψει η τεμπελιά του.

Κατά που θα γείρει η ζυγαριά: να τι είναι η ζωή μας.

Ένα μικρό γύρισμα του τροχού, κι ολάκερη η ζωή μας έρχεται τα πάνω κάτω.

Τύχη είναι τα ανθρώπινα, κι όχι ευθυκρισία.

Αστραπιαία μεταβάλλει τις ισορροπίες μία κρίσιμη στιγμή.

Μην αφήνεις τίποτε στην τύχη: νά συμβουλή χρήσιμη παντού.

Η τύχη αποφασίζει πιο καλά απ' ότι εμείς.

Του φτωχού ο λόγος μάταιος και κενός.

Τις συμφορές μας τις πιο πολλές εμείς οι ίδιοι τις διαλέγουμε.

Τα δάνεια κάνουν δούλο τον ελεύθερο.

Σαν έχεις τύχη, γλυκοκοιμήσου, μην παρακοπιάζεις. Και πάλι σαν δεν έχεις, γλυκοκοιμήσου, μάταια μην κοπιάζεις.

Μενάνδρου, "Γνώμαι μονόστιχοι"
(Μετάφραση: Βάιος Λιαπής)

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ...






"Πολλοί κατηγόρησαν τη Μαρία Πολυδούρη πως βασάνισε κι έφθειρε τον εαυτό της, σκορπώντας τον σπάταλα, μαδώντας τον στον έρωτα. Και δεν λένε ψέματα, χωρίς όμως να βρίσκονται και στην αλήθεια. Όπως θα ’ναι λάθος να δούμε την ποίησή της σαν μονότονο ερωτικό τραγούδι, όμορφο έστω και συγκινητικό. Μέσα στα ποιήματά της, δεν κλαίει τόσο εκείνους που ήρθαν κι έφυγαν, μα εκείνον που δεν ήρθε, το ιδανικό που δεν αιχμαλώτισε ποτέ, λες κι ήτανε μια χίμαιρα. Ένα ιδανικό που το ζήτησε έξω, πολύ μακριά από τον εαυτό της, στην καρδιά και την δύναμη των άλλων. Γιατί της ήταν αδύνατον να υπάρξει μόνη της και ν’ αποφασίσει τη Μοναξιά της, που ήταν η πιο μεγάλη επιβεβαίωση της ξεχωριστής κι ολοκληρωμένης προσωπικότητάς της.
Η μοναξιά, που μέσα της πνίγηκε η τρυφερή και ωραία ποιήτρια, ήταν ένα μετάλλιο, που στη μια του όψη είχε χαραγμένη τη λέξη «Αφθονία» και στην άλλη τη λέξη «Τιμωρία»."
(Λιλή Ζωγράφου - Εισαγωγή: Μ. Πολυδούρη: Άπαντα, Εκδόσεις Εστία, Γενάρης 1961)

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Τί σημαίνει "θάνατος" και τί σημαίνει "θάλασσα"; Μου φαίνεται, πως, αν αποκριθώ κάποτε στο ερώτημα τι σημαίνει "θάνατος", θα μπορέσω ν' αποκριθώ και στο ερώτημα τι σημαίνει "θάλασσα". Η θάλασσα σα θέα είναι ασφαλώς κάτι πλατύτερο απ' τον θάνατο, κάτι που σε υψώνει σ' ένα παράθυρο απ' όπου μονάχα το σύμπαν ατενίζεις. Αναπνέεις βαθειά τη θάλασσα και νομίζεις, πως γίνεσαι τόσον υγιής, ώστε να μη μπορείς να πεθάνεις. Όμως, όταν νοσταλγείς τη "θάλασσα" και δεν την αναπνέεις, δεν τη ρουφάς μ' όλο σου το σώμα, τότε νοιώθεις το "θάνατο" [κι] η σημασία του αόριστα σ' αιχμαλωτίζει, σε κάνει δέσμιο έστω και για λίγα δευτερόλεπτα.

(Γιώργος Σαραντάρης, Στους φίλους μιας άλλης χαράς, 1940)

Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908, σπούδασε Νομικά στην Ιταλία, όπου και διέμεινε για 21 χρόνια, απ' το 1910 έως το 1931 Συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικού πόλεμο Εκεί αρρώστησε από τύφο. Πέθανε όταν επέστρεψε στην Αθήνα το 1941.
Για τον Γιώργο Σαραντάρη είχε γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης: "Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χροντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της".