"Θα δοθώ ολάκαιρος στην άμεση Ενέργεια... Τώρα ταχτοποιώ εδώ τα γραφτά μου, σαν να πρόκειται να φύγω ή να πεθάνω". (Νίκος Καζαντζάκης)

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

ΑΕΡΑΚΙ ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

























Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς.

Γιατί καθώς μες στην κραιπάλη ξενοδοχείου
τα σώματα συμφύρονταν
νωθρά επειγόμενα να παρατείνουν
αναβολές μιας λύτρωσης μοιραίας

κάτι ανεμίσματα κουρτίνας
στο βλέμμα φανερώσαν φευγαλέα λωρίδα
Παρθενώνος
θραύοντας τον αργό συντονισμό
φουσκώνοντας τρελή βιασύνη
για συνοπτικές διαδικασίες

να βγω στον δρόμο
να γυρίσω σπίτι μου
να μαζευτώ
να δω τι κάνω.

(Γιάννης Βαρβέρης)

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Α, ΤΙ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ...




Α, τί ευκαιρία που χάθηκε για μένα,
τότε που ακόμη μ’ αγαπούσες, φως μου,
με της χαράς μου τα πανιά ανοιγμένα
ν’ άφηνα το ακρογιάλι αυτού του κόσμου!

Α, τί ευκαιρία , γλυκό μου φως! Τ’ αγέρι
θα με φιλούσε της αγάπης σου, όταν
το πλοίο, για να με πάει στα αιώνια μέρη,
στου Μηδενός τον πόντο θ’ ανοιγόταν.

Μα αυτό, στο μόλο, αργά, λικνίζει πάλι
όλο το πένθος ενός άδειου κόσμου.
Α, τι ευκαιρία ν’ αφήσω το ακρογιάλι
τότε που μ’ αγαπούσες, φως μου! Φως μου!

(Κώστας Καρθαίος)



Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ




Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αητό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε όταν
Δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…

Ώρα να πηγαίνω
Δεν έχω άλλο στήθος.

(Νίκος Καρούζος, Πενθήματα, 1969)


Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

MEΛΑΓΧΟΛΙΑ



Στον ουρανό ακροβατεί μεγάλη σκοτεινιά,
Κι έτσι καθώς με πήρε το πάραθυρο αγκαλιά,
με το ένα χέρι
στο δωμάτιο μέσα σέρνω
του δρόμου την απίστευτη ερημιά,
με το άλλο παίρνω
μια χούφτα συννεφιά
και στην ψυχή μου σπέρνω.

(Κική Δημουλά)








Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ ΣΕ ΣΧΗΜΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ


Αυτό το διήγημα μιλάει για τους ανθρώπους που ζούσαν κάποτε στο φεγγάρι. Σήμερα δεν υπάρχει πια κανείς εκεί πάνω, αλλά μέχρι πριν από μερικά χρόνια το μέρος ήταν φίσκα στον κόσμο. Οι άνθρωποι στο φεγγάρι πίστευαν ότι ήταν πολύ ξεχωριστοί, γιατί μπορούσαν να πλάθουν τις σκέψεις τους σε όποιο σχήμα ήθελαν. Σε σχήμα κανάτας ή τραπεζιού, ακόμα και στο σχήμα των παντελονιών «καμπάνα». Έτσι, οι άνθρωποι στο φεγγάρι μπορούσαν να πάνε στο κορίτσι τους ένα πρωτότυπο δώρο, όπως μια σκέψη «Σ’ αγαπώ» σε σχήμα κούπας του καφέ, ή μια «Θα ’μαι πιστός» σε σχήμα βάζου.
Ήταν πολύ εντυπωσιακές όλες αυτές οι σχηματοποιημένες σκέψεις, μόνο που με τον καιρό οι άνθρωποι στο φεγγάρι κατέληξαν σ’ ένα είδος συμφωνίας για το τι μορφή θα πρέπει να έχει κάθε σκέψη. Μια σκέψη μητρικής στοργής έπρεπε πάντα να έχει το σχήμα κουρτίνας, ενώ μια σκέψη πατρικής στοργής το σχήμα σταχτοδοχείου, έτσι δεν έπαιζε πια ρόλο σε ποιο σπίτι έμπαινες, όποιο και να ’ταν μπορούσες πάντα να μαντέψεις ποιες σκέψεις και σε τι σχήμα σε περίμεναν τακτοποιημένες πάνω στο τραπεζάκι του τσαγιού στο σαλόνι.
Απ’ όλους τους ανθρώπους στο φεγγάρι, υπήρχε μόνο ένας που έπλαθε τις σκέψεις του σε διαφορετικό σχήμα. Ήταν ένας νεαρός, λίγο παράξενος, που τον περισσότερο καιρό ήταν απασχολημένος με υπαρξιακά και αρκετά ενοχλητικά ερωτήματα. Η κυριότερη σκέψη που τον τριβέλιζε ήταν αυτή που έλεγε ότι κάθε άτομο έχει τουλάχιστον μία ξεχωριστή σκέψη, που είναι καθαρά προσωπική του. Μια σκέψη με χρώμα και ένταση και περιεχόμενο που μόνο αυτό το άτομο θα μπορούσε να κάνει.
Το όνειρο αυτού του τύπου ήταν να φτιάξει ένα διαστημόπλοιο, να κάνει μ’ αυτό βόλτες στο διάστημα και να μαζεύει όλες τις ξεχωριστές σκέψεις. Δεν πήγαινε σε κοινωνικές εκδηλώσεις ή διασκεδάσεις, δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου έξω και όλο τον καιρό τον περνούσε φτιάχνοντας το διαστημόπλοιο. Έφτιαξε τη μηχανή στο σχήμα μιας σκέψης απορίας και το σύστημα πλοήγησης στο σχήμα μιας σκέψης καθαρής λογικής –και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Πρόσθεσε πολλές ακόμα περίπλοκες σκέψεις που θα τον βοηθούσαν να βρει το δρόμο του και να επιβιώσει έξω στο διάστημα, αλλά οι γείτονές του, που τον παρακολουθούσαν όσο δούλευε, είδαν ότι έκανε συνέχεια λάθη. Γιατί μόνο ένας εντελώς ανίδεος μπορούσε να φτιάξει μια σκέψη περιέργειας σε σχήμα μηχανής, ενώ είναι πασίγνωστο ότι αυτή η σκέψη έπρεπε να έχει το σχήμα μικροσκοπίου. Για να μη μιλήσουμε για το ότι μια σκέψη καθαρής λογικής –άμα δεν θέλεις να φανεί κάπως κακόγουστη- πρέπει να έχει το σχήμα ραφιού. Προσπάθησαν να του εξηγήσουν αλλά αυτός δεν άκουγε. Η επιθυμία του να βρει όλες τις αυθεντικές σκέψεις στο σύμπαν ξεπερνούσε κάθε όριο καλαισθησίας, πόσο μάλλον λογικής.
Μια νύχτα, ενώ ο νεαρός κοιμόταν, μερικοί από τους γείτονές του στο φεγγάρι μαζεύτηκαν όλοι μαζί και, επειδή τον λυπόντουσαν, αποσυναρμολόγησαν το σχεδόν ολοκληρωμένο διαστημόπλοιο και ξανατακτοποίησαν τις διάφορες σκέψεις που το αποτελούσαν όπως ήταν πρώτα. Όταν ο νεαρός σηκώθηκε το πρωί, βρήκε ράφια, βάζα, θερμός και μικροσκόπια εκεί που βρισκόταν το διαστημόπλοιό του, κι όλο αυτό το σωρό τον σκέπαζε μια σκέψη θλίψης –σε σχήμα κεντητού τραπεζομάντιλου- που είχε να κάνει με τον αγαπημένο του σκύλο που είχε πεθάνει.
Ο νεαρός δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με την έκπληξη αυτή. Κι αντί να πει ευχαριστώ έκανε σαν τρελός, άρχισε να χτυπιέται και να τα σπάει όλα. Οι άνθρωποι στο φεγγάρι τον κοίταζαν έκπληκτοι. Δεν τους άρεσε καθόλου αυτή του η συμπεριφορά. Το φεγγάρι, όπως ξέρετε, είναι ένας πλανήτης με πολύ μικρή δύναμη βαρύτητας. Κι όσο πιο μικρή είναι η βαρύτητα σ’ έναν πλανήτη, τόσο πιο εξαρτημένος είναι αυτός ο πλανήτης από την τάξη και την πειθαρχία, γιατί δεν θέλει και πολύ, αρκεί ένα μικρό σπρώξιμο για να χάσουν όλα τα πράγματα την ισορροπία τους. Κι αν όλοι όσοι ένιωθαν λίγη πικρία άρχιζαν να χτυπιούνται, τότε δεν θ’ αργούσε να έρθει η καταστροφή. Τελικά, όταν είδαν ότι ο νεαρός όπως πήγαινε δεν θα ηρεμούσε, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να σκεφτούν έναν τρόπο να τον σταματήσουν. Έτσι, σκέφτηκαν μια σκέψη απομόνωσης, τρία επί τρία, και τον έβαλαν μέσα, μια σκέψη στο μέγεθος ενός κελιού με πολύ χαμηλό ταβάνι. Και κάθε φορά που ο νεαρός ακουμπούσε κατά λάθος μια απ’ τις πλευρές, ένιωθε ένα παγωμένο σοκ που του θύμιζε τη μοναξιά του.
Μέσα σ’ αυτό το κελί ήταν που σκέφτηκε μια τελευταία σκέψη απόγνωσης σε σχήμα σχοινιού, έδεσε μια θηλιά και κρεμάστηκε. Οι άνθρωποι στο φεγγάρι ήταν τόσο ενθουσιασμένοι με την ιδέα ενός σχοινιού απόγνωσης με μια θηλιά στην άκρη που αμέσως βάλθηκαν κι αυτοί να σκέφτονται σκέψεις απόγνωσης και να τις τυλίγουν γύρω απ’ το λαιμό τους. Και μ’ αυτό τον τρόπο εξαφανίστηκαν όλοι οι άνθρωποι απ’ το φεγγάρι, κι ό,τι απόμεινε πίσω τους ήταν αυτό το κελί απομόνωσης. Αλλά μετά από εκατό χρόνια διαστημικών καταιγίδων καταστράφηκε κι αυτό.
Όταν το πρώτο διαστημόπλοιο έφτασε στο φεγγάρι, οι αστροναύτες δεν μπόρεσαν να βρουν κανέναν εκεί πάνω. Το μόνο που βρήκαν ήταν εκατομμύρια κρατήρες. Στην αρχή οι αστροναύτες νόμισαν ότι αυτοί οι κρατήρες ήταν αρχαίοι τάφοι ανθρώπων που κάποτε ζούσαν στο φεγγάρι. Μονάχα όταν τους εξέτασαν καλύτερα ανακάλυψαν ότι αυτοί οι κρατήρες ήταν απλώς σκέψεις για το τίποτα.

(Etgar Keret)



Etgar Keret is on Myspace

Etgar Keret is on Facebook

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Η Συβαρίτισσα


Στον κάθε αργοπορημένο Ρωμιό ξύπνησε ένας αυτάρεσκος σατραπίσκος
Η μάσκα της αγριάδας που φορούσε μόνιμα για να μη λογοδοτεί σε κανέναν γινόταν ο μόνιμος εφιάλτης στον ύπνο των παιδιών του
Λέσχη των ευγενών κυρίων τα μπορντέλα, αληθινός παράδεισος της κοινωνικής αφρόκρεμας και κάθε αρσενικού που σεβόταν τον αντρισμό του
Η κοινωνική ηθική θεμελιώνεται απομονώνοντας τις αθέατες τίμιες στα γκέτο της οικογένειας και τις πουτάνες στα μπορντέλα τους
Οι πρώτες, λυσσασμένες για το φιάσκο της γαμικής ευτυχίας και την πλάνη της αιωνιότητάς της, χρεώνουν κάθε παιδί που γεννιέται για την καταδίκη τους
Πολλές μανάδες στερούμενες τον εραστή-σύζυγο μισούν τα παιδιά τους
Άλλες τα εγκαταλείπουν ή παραφρονούν
Σύμφωνα με το μύθο της οικογενειακής ευτυχίας τα παιδιά αποτελούν συμπληρώματα διαιώνισης της ακλόνητης σταθερότητάς της
Να ήταν η Μήδεια σπλαχνική δολοφονώντας τα παιδιά της;
Ή μήπως η τραγωδία βάζει τον θεμέλιο λίθο στη νέα ηθική της μονογαμίας;
Ποιος εμπόδιζε την πολυγαμική Μήδεια να κοιμηθεί μ’ έναν άλλο άντρα;
Ο Ευριπίδης και η εποχή του
Το μόνο που δεν απασχόλησε τους σερνικούς νομοθέτες τότε ήταν η μοίρα των παιδιών
Η ανηθικότητα θέριεψε έκτοτε στα φλογισμένα μυαλά των στερημένων θηλυκών σαν την αγριοσυκιά στα εγκαταλειμμένα ερείπια στην ύπαιθρο
Γιατί το ανθρώπινο κορμί δε γνωρίζει γράμματα και δεν έμαθε ποτέ τους απαγορευτικούς νόμους που το καταδίκαζαν στη στέρηση
Οι γυναίκες που δε μηχανεύτηκαν διέξοδα να ικανοποιήσουν την πείνα τους γίνηκαν εγκληματικές
Αντίθετα, με το ευτυχισμένο σώμα που είναι το άλας της γης
Όσο για τα παιδιά της Μήδειας
Τα σκότωσε ο Ευριπίδης
Το ίδιο άνετα όσο και οι μεταγενέστεροί του επινοώντας έναν πατέρα-θεό που υποχρεώνει τον μονογενή υιό Του να πεθάνει στο σταυρό.

Άαχ, τα παλιά καλά χρόνια!
(Λιλή Ζωγράφου)


Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Η ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΙΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ



Σα μπαίνει το καράβι της αγάπης, τη νύχτα μες στο λιμάνι, το υποδέχονται οι μυστηριώδεις μουσικές της ερημιάς. Γύρω, τα νερά γιομίζουν λουλούδια όλων των ειδών και όλων των χρωμάτων, και μιαν άσπρη σειρά από γυμνές γυναίκες μας περιμένει στην προκυμαία. Είναι έτοιμες, όλες τους, στο πρώτα μας νεύμα, να φορέσουν αμέσως την κόκκινη στολή των βουτηχτάδων. Όχι όμως για να κατεβούν στα βάθη της θάλασσας, αλλά μόνο και μόνο για να ’ρθουν να μας περιμένουν, ίσως και ώρες ολόκληρες, ακούραστα, στοργικά, στην είσοδο του υπογείου σιδηροδρόμου. Εμείς, φυσικά, φτάνουμε αναπάντεχα, κουνώντας τα μεγάλα φτερά μας και φωνάζοντας λόγια ασυνάρτητα κι ωραία. Τότες γίνεται απότομα πιο αισθητή η ησυχία του εξοχικού τοπίου, κι έτσι μες στα σκοτάδια, απ’ τα χωράφια, ξεπετιούνται άνθρωποι μαυροντυμένοι, που είναι οι κομήτες, και πιάνα ορθά, με τα λευκά τους πλήκτρα, που είναι τα άστρα. Οι σημαίες κυματίζουν στον άνεμο, σε κανονικά διαστήματα ηχούν τα μυδραλιοβόλα, και τα παιδιά τραγουδούν. Στ’ αυτιά μας ακούμε τα προφητικά ονόματα των γυναικών που θ’ αγαπούσαμε. Επίσης και το όνομα μιας πόλεως: Σινώπη. Εγώ όμως δεν φοβούμαι το θάνατο, γιατί αγαπώ τη ζωή.

(Νίκος Εγγονόπουλος)










Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ




ΑΡΕΤΟΥΣΑ
«Νένα, λογιάζω να θαρρείς πως με το θέλημά μου
βάνω τα ξύλα στη φωτιάν, και καίγω την καρδιά μου.
Η όρεξή μου, Νένα μου, ο νους κ’ οι λογισμοί μου,
μακράν οδόν επιάσασι, δεν είναι πλιό δικοί μου.
Θωρώ κ’ εξαναγίνηκα, γνωρίζω το απατή μου,
γιατί όλα αλλάξαν εις εμέ, δεν είμαι πλιό σαν ήμου’.
Πολλοί τον Ήλιον πεθυμούν, τη λάμψιν του ζητούσι,
κι άλλοι πολλοί όντε τον-ε δουν, το φως τως καταλούσι’•
άλλος τη βράση ορέγεται, άλλος κρυόν αέρα,
κι άλλος το σκότος πεθυμά, και βλάφτει τον η μέρα.
Πολλοί απ’ τσι μεγαλότητες τούτου του Κόσμου φεύγουν,
την ταπεινότη ορέγουνται και τη φτωχειά γυρεύγουν•
άλλοι το πλούτος πεθυμούν και τη φτωχειά μισούσι,
κι άλλοι ξετρέχουν το κακό, σπουδάζου’ να το βρούσι.
Κι ο Κόσμος από την αρχήν εδέτσι εθεμελιώθει,
και πορπατεί καθένας μας εκεί, που η Τύχη αμπώθει.

»Α’ θέλω τον Ρωτόκριτον Ταίρι να τον-ε κάμω,
και μετ’ αυτό αν ορέγομαι και θέ’ να κάμω γάμο,
εκείνους τους λογαριασμούς, τ’ αφτιά μου οπού σου ακούσα’,
την ώρα τούτη εχάσα τους, δεν είμαι η Αρετούσα.
Σαν πώς θαρρείς κ’ ευρίσκομαι, πώς κρίνομαι, πώς είμαι;
Τιμή κι ο φόβος του Κυρού σφίγγει με και κρατεί με.
Κι από την άλλη ο Έρωτας, μ’ έχει έτσι πληγωμένη,
οπού δεν ξεύρω ο νικητής ποιος είναι οπ’ απομένει.

»Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ’ ανέμου κακοσύνη,
οπού καμιάν ανάπαψη να πάρει δεν τ’ αφήνει,
μα ώρες επά, κι ώρες εκεί τα’ αμπώθουν οι ανέμοι,
κι ανεβοκατεβάζουν το, κ’ εκείνο πάντα τρέμει-
εδέτσι ευρίσκομαι κ’ εγώ. Ανάθεμα έτοια ζήση,
μιάν ώρα ανέγνοια το κακό δε θέλει να μ’ αφήσει!

»Αρχή ήτονε πολλά μικρή κι αψήφιστη, την πρώτη,
κι ουδ’ όλπιζα να σκλαβωθεί έτοιας λογής η νιότη.
Μιά κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κ’ ήρχισέ μου,
και τα τραγούδι κι ο σκοπός εγρίκου’ κ’ ήρεσέ μου.
Κ’ ελόγιαζα κ’ η Πεθυμιά σε λίγο ν’ απομείνει,
μα επλήθαινε με τον καιρόν, Πόθος κι Αγάπη εγίνη.
Και δεν κατέχω να το πω, ίντα λογής μου εφάνη,
και πώς εξάπλωσεν εδά, κι όλον το νου μου πιάνει.
Πράμ’ άλλο δεν ελόγιαζα, μα Πόθο είχα μεγάλον,
να του γρικώ να τραγουδεί έτσι γλυκιά παρ’ άλλον.
Κι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά την όρεξιν εκίνα,
κι ο Έρωτας με πιβουλιά τσι προξενιές μού εμήνα.
Κι α’ μου μιλούσι, δε γρικώ, ουδέ κατέχω πού’ μαι,
κρίνομαι, βασανίζομαι, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι.
Κ’ εβγήκα από τα φωτερά, κ’ εμπήκα στο σκοτίδι,
και του άρρωστου η λιγοθυμιά συχνιά-συχνιά μου δίδει.
Μπορώ να πω κ’ η ζήση μου από την ώρα εκείνη,
οπού’βαλα το λογισμόν, έτοιας λογής με κρίνει.
Ωσάν καράβι όντε βρεθεί στο πέλαγος και πλέγει,
με δίχως ναύτες, μοναχό, και να πνιγεί γυρεύγει,
κι ο άνεμος κ’ η θάλασσα του’χουν κακιά μεγάλην,
και τρέχει πάντα στον πνιμόν, δίχως βοήθειαν άλλην-
εδέτσι ευρίσκομαι κ’ εγώ, πλιό δεν μπορώ να ζήσω,
τρέχω και πορπατώ να βρω χαράκι, να σκορπίσω.




»Κατέχεις το, πως την καρδιάν ο Έρωτας δοξεύγει,
και νοικοκύρης γίνεται, τα φύλλα τση γυρεύγει.
Και δεν μπορεί ν’ αντισταθεί κιανείς, και να του φύγει,
κι ουδέ κοπιά αδιαφόρετα, ως πάγει στο κυνήγι.
Ο Ρώκριτος είν’ Έρωτας, κι αν και φτερά δεν έχει,
μηδέ θαρρείς κ’ εχάσε τα –πού βρίσκουνται, κατέχει.
Εις την καρδιά μου τα’πεψε, κ’ εκεί’ναι τα φτερά του,
γιαύτος πετά και φεύγει μου, κ’ ευρίσκομαι μακρά του.

»Μα μ’ όλον οπού’ν’ Έρωτας, κι οπού’χει χάριν τόση,
τιμής σημάδι κ’ ευγενειάς πάντα τού θέλω δώσει.
Και τάσσω σου, πώς να με δεις σ’ ετούτον αντρειωμένην,
μ’ όλον που μου’χει την καρδιά στη μέσην πληγωμένην.
Δίχως ψεγάδι βούλομαι να πά’ να βρω τον Χάρο,
‘το δε θελήσει ο Κύρης μου Άντρα να τον-ε πάρω.
Ρέγομαι να τον-ε θωρώ, γιατί όμορφος εγίνη,
άλλο ασκημάδι-ν εις εμέ δε θέλεις δει, Φροσύνη.
Μόνο από λόγου μου θωριάν ευγενική θέ’ να’χει,
και τιμημένην εμιλιά σε τόπο, όπου μου λάχει.
Αμή άλλο τίβοτσι από με δε θέλει δει άτιες, Νένα,
και λογισμό μη βάνεις ποιο, και πίστεψέ μου εμένα. »

(Βιτσέντζος Κορνάρος)

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ


Αυτοκτόνησε σ' ένα κωλοξενοδοχείο, στο Ντητρόιτ
κι όταν τον βρήκαν ήταν κόκαλο:
ποντικοφάρμακο...
Εγώ είχα αναλάβει εκεί πέρα
να παίρνω τα νοίκια
και να μαζεύω τα σκουπίδια.
Κάθισα και τους κοίταξα να του μπήγουν τη βελόνα.
Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και κάποιος
του έκλεισε τα βλέφαρα.
Ύστερα η βελόνα άρχισε να "κρατά".
Είχε πεθάνει καρφωμένος στην καρέκλα,
κι άρχιζε να γέρνει.
Βρήκαν 2 γράμματα της αδελφής του από άλλη πόλη.
Τον έβαλαν στο φορείο και τον κατέβασαν τις σκάλες.
Τα σεντόνια ήταν ακόμα σχετικά καθαρά κι απλώς
έστρωσα το κρεβάτι και άδειασα την ντουλάπα.
Όταν βγήκα έξω, όλοι οι μπεκρήδες ήταν στο διάδρομο
με τα σώβρακα και τις βρόμικες φανέλες τους-
αξύριστοι, ξενέρωτοι.
"Ντάξει, μαϊμούδες", τους είπα, "πάρτε τη σαβούρα σας
κι αδειάστε μου το διάδρομο. Δε γουστάρω να σας
βλέπω!"
"Πέθανε κύριε", είπε κάποιος∙ ήταν ο Μπένυ ο Χασούρας.
"Ντάξει, Μπένυ" του είπα,
"έχεις το δωμάτιό του για ένα βράδυ!".
Θα έπρεπε να δείτε τους άλλους, πώς εξαφανίστηκαν
Ο θάνατος δεν είναι δα και τόσο μεγάλη υπόθεση,
όταν έχεις ανάγκη να κοιμηθείς κάπου!
(Charles Bukowski)













Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ


Έτσι είμαι, επιπόλαιος και ευαίσθητος, ικανός για βίαιες παρορμήσεις που με απορροφούν ολόκληρο, καλές και κακές, ευγενείς και χυδαίες, αλλά ποτέ για κάποιο συναίσθημα που διαρκεί, για κάποια συγκίνηση που εμμένει και εισχωρεί στην ουσία της ψυχής. Όλα σ’ εμένα είναι η τάση να γίνουν στη συνέχεια κάτι άλλο, μια ανυπομονησία της ψυχής με τον ίδιο της τον εαυτό, σαν αυτή που νιώθουμε για ένα ενοχλητικό παιδί, μια ανησυχία διαρκώς αυξανόμενη και πάντοτε ίδια. Όλα μ’ ενδιαφέρουν και τίποτα δεν με συγκινεί. Δοκιμάζω τα πάντα, ενώ διαρκώς ονειρεύομαι. Προσέχω τις παραμικρές εκφράσεις στο πρόσωπο του συνομιλητή μου, παρατηρώ τις απειροελάχιστες διακυμάνσεις στο λόγο, αλλά τον ακούω δίχως να προσέχω, σκέφτομαι κάτι άλλο, κι αυτό που θυμάμαι λιγότερο από τη συζήτηση είναι το νόημα των όσων λέχθηκαν από μέρους μου ή από μέρους του συνομιλητή μου. Έτσι, πολλές φορές επαναλαμβάνω σε κάποιον αυτό που του έχω ήδη επαναλάβει, τον ρωτάω εκ νέου αυτό για το οποίο μου έχει ήδη απαντήσει, αλλά μπορώ να περιγράψω με τέσσερις φωτογραφικές λέξεις την έκφραση των μυών του προσώπου του καθώς έλεγε αυτό που δεν θυμάμαι ή τον τρόπο που άκουσε με τα μάτια τη διήγηση που δεν θυμόμουν ότι του είχα ήδη κάνει. Είμαι δύο –και οι δύο βρίσκονται σε απόσταση- σιαμαίοι αδελφοί που δεν είναι ενωμένοι.
(Bernardo Soares, Livro do Desassossego)

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ

Τον καιρό της σποράς μάθαινε, τον καιρό του θερισμού δίδασκε, τον χειμώνα απολάμβανε.
Οδήγησε το κάρο και το αλέτρι σου πάνω από τα κόκαλα των νεκρών.
Ο δρόμος της υπερβολής καταλήγει στο παλάτι της σοφίας.
Η Σύνεση είναι μια πλούσια άσχημη γεροντοκόρη, που τη φλερτάρει η Ανικανότητα.
Αυτός που επιθυμεί αλλά δεν πράττει, γεννάει την πανούκλα.
Το κομμένο σκουλήκι δίνει άφεση στο αλέτρι.
Ρίξε στο ποτάμι εκείνον που αγαπάει το νερό.
Ο ηλίθιος δεν βλέπει το ίδιο δέντρο που βλέπει ο σοφός.
Αυτός που το πρόσωπό του δεν αναδίνει φως, δεν θα γίνει ποτέ άστρο.
Η Αιωνιότητα είναι ερωτευμένη με τους καρπούς του χρόνου.
Η εργατική μέλισσα δεν έχει καιρό για θλίψη.
Τις ώρες της τρέλας τις μετράει το ρολόι, της σοφίας όμως, κανένα ρολόι δεν μπορεί να τις μετρήσει.


Οι τροφές που χορταίνουν δεν πιάνονται με δίχτυ ή παγίδα.
Την κακή χρονιά βγάλε το τεφτέρι, το ζύγι και το μέτρο.
Κανένα πουλί δεν ανεβαίνει στα ύψη, αν πετάει με τις δικές του φτερούγες.
Το νεκρό κορμί δεν παίρνει εκδίκηση για τις πληγές του.
Η πιο υψηλή πράξη είναι να επιδιώκεις μιαν άλλη.
Αν ο τρελός επέμενε στην τρέλα του θα γινόταν σοφός.
Η τρέλα είναι ο μανδύας της απάτης.
Η Ντροπή είναι ο μανδύας της Έπαρσης.
Οι Φυλακές είναι χτισμένες με τις πέτρες του Νόμου, τα Πορνεία με τους πλίνθους της Θρησκείας.
Η έπαρση του παγονιού είναι η δόξα του Θεού.
Η λαγνεία του τράγου είναι η γενναιοδωρία του Θεού.
Η οργή του λιονταριού είναι η σοφία του Θεού.
Η γύμνια της γυναίκας είναι το έργο του Θεού.
Η υπερβολική λύπη γελάει. Η υπερβολική χαρά θρηνεί.


Ο βρυχηθμός των λιονταριών, το ουρλιαχτό των λύκων, το μάνιασμα της ταραγμένης θάλασσας και το σπαθί του ολέθρου είναι κομμάτια αιωνιότητας, πολύ μεγάλα για το μάτι του ανθρώπου.
Η αλεπού καταριέται το δόκανο, όχι τον εαυτό της.
Οι χαρές γονιμοποιούν. Οι λύπες γεννούν.
Ο άντρας ας φορέσει το τομάρι του λιονταριού, η γυναίκα την προβιά του αμνού.
Το πουλί μια φωλιά, η αράχνη έναν ιστό, ο άνθρωπος τη φιλία.
Ο τρελός με το αυτάρεσκο χαμόγελο και ο σκυθρωπός βαρύθυμος τρελός μια μέρα θα νομιστούν σοφοί, για όλους, ράβδος.
Αυτό που σήμερα είναι αποδεδειγμένο, κάποτε δεν ήταν παρά γέννημα της φαντασίας.
Ο αρουραίος, ο ποντικός, η αλεπού, ο λαγός βλέπουν τις ρίζες, το λιοντάρι, η τίγρη, το άλογο, ο ελέφαντας βλέπουν τους καρπούς.
Η στέρνα περιέχει, η κρήνη ξεχειλίζει.


Μια σκέψη γεμίζει το άπειρο.
Λέγε πάντα ελεύθερα τη γνώμη σου και ο τιποτένιος θα σε αποφύγει.
Ό,τι πιστευτό, είναι μια εικόνα της αλήθειας.
Ο αετός δεν έχασε ποτέ του τόσο χρόνο, όσο τότε που βάλθηκε να μάθει απ' το κοράκι.
Η αλεπού προνοεί για τον εαυτό της, αλλά ο Θεός προνοεί για το λιοντάρι.
Το πρωί να σκέφτεσαι. Το μεσημέρι να πράττεις. Το βράδυ να τρως. Τη νύχτα να κοιμάσαι.
Αυτός που αφέθηκε να τον εξαπατήσεις, σε γνωρίζει.
Όπως το αλέτρι υπακούει στις λέξεις, έτσι και ο Θεός ανταμείβει τις προσευχές.
Οι τίγρεις της οργής είναι σοφότερες από τα άλογα της μάθησης.
Από το στάσιμο νερό να περιμένεις δηλητήριο.


Ποτέ δεν θα μάθεις τί είναι αρκετό, αν δεν μάθεις τί είναι περισσότερο από αρκετό.
Ν' ακούς τις κατηγόριες του τρελού. Είναι βασιλικός τίτλος!
Τα μάτια της φωτιάς, τα ρουθούνια του αέρα, το στόμα του νερού, τα γένια της γης.
Ο άτολμος, είναι τολμηρός στο δόλο.
Η μηλιά δεν ρωτάει ποτέ την οξιά, πως να μεγαλώσει, ούτε το λιοντάρι το άλογο πως να κυνηγήσει.
Ο ευγνώμων αποδέκτης χαίρεται πλούσια σοδειά.
Αν άλλοι δεν ήταν ανόητοι, θά 'πρεπε νά 'μασταν εμείς.
Η ψυχή της γλυκιάς ηδονής ποτέ δεν μιαίνεται.
Όταν κοιτάζεις έναν Αετό, κοιτάζεις ένα μέρος του Πνεύματος. Ύψωσε το βλέμμα σου!
Όπως η κάμπια διαλέγει τα πιο όμορφα φύλλα για ν' αποθέσει τ' αυγά της, έτσι και ο παπάς εξαπολύει την κατάρα του πάνω στις πιο όμορφες χαρές.
Για να γεννηθεί ένα αγριολούλουδο χρειάζεται τοκετός αιώνων.
Η κατάρα τονώνει, η ευχή χαλαρώνει.


Το καλύτερο κρασί είναι το παλιό, το καλύτερο νερό είναι το πιο φρέσκο.
Οι προσευχές δεν οργώνουν! Οι ύμνοι δεν θερίζουν!
Οι χαρές δεν γελούν! Οι θλίψεις δεν κλαίνε!
Το κεφάλι Ευγένεια, η καρδιά Πάθος, τα γεννητικά όργανα Ομορφιά, τα χέρια και τα πόδια Αναλογία.
Ό,τι ο αέρας για το πουλί ή η θάλασσα για το ψάρι, το ίδιο και η καταφρόνια για τον αξιοκαταφρόνητο
Το κοράκι θα ήθελε όλα να είναι μαύρα, η κουκουβάγια όλα να είναι λευκά.
Το σφρίγος είναι Ομορφιά.
Αν το λιοντάρι έπαιρνε συμβουλές από την αλεπού, τότε θα γινόταν πονηρό.
Η Πρόοδος φτιάχνει ίσιους δρόμους, αλλά οι ανώμαλοι δρόμοι χωρίς την Πρόοδο, είναι οι δρόμοι της Ιδιοφυΐας.
Καλύτερα να πνίξεις ένα μωρό στην κούνια του, παρά να τρέφεις ανικανοποίητους πόθους.
Εκεί που απουσιάζει ο άνθρωπος, η φύση είναι στείρα.
Η Αλήθεια δεν μπορεί να ειπωθεί έτσι που να είναι κατανοητή, αλλά όχι πιστευτή.
Φτάνει! ή Περισσεύει.
(William Blake, Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης)



"Δεν υπάρχει τίποτα στον Μπλέηκ που να τον κάνει να φαίνετα ανώτερος. Αυτό τον κάνει τρομακτικό".
T.S.Eliot

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

ΜΟΝΟΣ

Σε κάποια πολιτεία καιρό φτασμένος,
μόνος γυρίζω, όλη τη μέρα μόνος•

πόθος ούτ' ένας μέσα μου, ουδέ πόνος,
κ' είμαι από κάθε τι ο ξεδιψασμένος.

Πότε, από πού έχω έρθη, δεν το λογαριάζω
να μου το ειπούν• μιλώ, δε μου μιλάνε•

πικροχαμογελάνε, αντιπερνάνε,
σαν να μην είμαι, σαν να μη τους μοιάζω.

Κι όταν μεσημερνός ο ήλιος κεντρώνει,
και πέρα ως πέρα η χώρα όλη ερημώνει,
κι ουδέ σε θύρα ουδέ σε παραθύρι
γροικάς ποτέ, θωρείς κανένα-
κάτασπρη η πολιτεία φαντάζει ως ένα
παλιό, λησμονημένο κοιμητήρι.
(Κλέων Παράσχος, Ανθολογία "Οι Νέοι, 1922)

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

LA NOCHE EN LA ISLA

Toda la noche he dormido contigo
junto al mar, en la isla.
Salvaje y dulce eras entre el placer y el sueño,
entre el fuego y el agua.

Tal vez muy tarde
nuestros sueños se unieron
en el alto o en el fondo,
arriba como ramas que un mismo viento mueve,
abajo como rojas raíces que tocan.

Tal vez tu sueño
se separó del mío
y por el mar oscuro
me buscaba
como antes
cuando aún no existías,
cuando sin divisarte
navegué por tu lado,
y tus ojos buscaban
lo que ahora
-pan, vino, amor y cólera-
te doy a manos llenas
porque tú eres la copa
que esperaba los dones de mi vida.

He dormido contigo
toda la noche mientras
la oscura tierra gira
con vivos y con muertos,
Y al despertar de pronto
en medio de la sombra
mi brazo rodeaba tu cintura.
Ni la noche, ni el sueño
pudieron separarnos.

He dormido contigo
y al despertar tu boca
salida de tu sueño
me dio el sabor de tierra,
de agua marina, de algas,
del fondo de tu vida,
recibí tu beso
mojado por la aurora
como si me llegara
del mar que nos rodea.



(Pablo Neruda)



Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ

Όλη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
στη θάλασσα πλάι, στο νησί.
Άγρια ήσουν και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο,
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Ίσως πολύ αργά
τα όνειρά μας ενώθηκαν
στο ύψος ή στο βάθος,
ψηλά σαν τα κλαδιά που τα κουνάει ο ίδιος ο άνεμος,
κάτω σαν ρίζες κόκκινες που ακουμπάνε μεταξύ τους.

Ίσως το όνειρό σου
απομακρύνθηκε απ’ το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με αναζητούσε
όπως πριν
όταν ακόμα δεν υπήρχες,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλευρό σου,
και τα μάτια σου γύρευαν
αυτό που τώρα
-ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό-
σου προσφέρω απλόχερα
γιατί είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα που
η γη η σκοτεινή γυρίζει
με ζωντανούς και πεθαμένους,
κι όταν ξύπνησα στα ξαφνικά
μες στο σκοτάδι
το χέρι μου είχα γύρω από τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και μόλις ξύπνησα το στόμα σου
βγαλμένο απ’ το όνειρό σου
μου έδωσε τη γεύση της γης,
του θαλασσινού νερού, των φυκιών,
του βυθού της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να μου ερχόταν
από τη θάλασσα που μας κυκλώνει.


(Απόδοση: Αγαθή Δημητρούκα)

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΟΝΑΞΙΕΣ

Υπάρχουν καρδιές όπου ο θεός δεν θα μπορούσε να κοιτάξει χωρίς να χάσει την αθωότητά του. Η θλίψη άρχισε να υπάρχει πριν από τη δημιουργία: ο Δημιουργός είχε διεισδύσει μέσα στον κόσμο πολύ προτού διακυβεύσει την ισορροπία του. Όποιος πιστεύει πως μπορούμε ακόμα να πεθάνουμε δεν έχει γνωρίσει κάποιες μοναξιές, ούτε το αναπόδραστο της αθανασίας που διαφαίνεται σε ορισμένες επιθανάτιες αγωνίες...
Για μας τους μοντέρνους είναι ευτυχία που η κόλαση εντοπίστηκε μέσα μας: θα είχαμε διατηρήσει την αρχαία της μορφή που ο φόβος, με απειλές δύο χιλιάδων ετών, μας είχε απολιθώσει. Δεν υπάρχουν πια τρόμοι που να μην γίνονται υποκειμενικοί: η ψυχολογία είναι η σωτηρία μας, η καταφυγή μας. Άλλοτε, αυτός ο κόσμος πίστευαν ότι ξεπήδησε από ένα χασμουρητό του διαβόλου: σήμερα είναι λάθος των αισθήσεων, πνευματική προκατάληψη, συναισθηματική ιδιοτροπία. Ξέρουμε τι να σκεφτούμε μπροστά στην αποκάλυψη της Τελικής Κρίσης που είχε ο άγιος Χίλντεγκαρντ ή στην αποκάλυψη της κόλασης που είχε η αγία Τερέζα: το υπέρτατο -της φρίκης όπως και της ανάτασης- έχει ταξινομηθεί από το οιοδήποτε εγχειρίδιο νοητικών ασθενειών. Και αν τα δεινά μας μας είναι γνωστά, εντούτοις δεν μας λείπουν τα οράματα, μόνο που δεν τα πιστεύουμε πλέον. Έχοντας πέσει με τα μούτρα στη χημεία των μυστηρίων, εξηγούμε τα πάντα, ακόμα και τα δάκρυά μας. Ωστόσο κάτι παραμένει ανεξήγητο: αν η ψυχή είναι κάτι τόσο ασήμαντο, από πού πηγάζει το συναίσθημα της μοναξιάς μας; Ποιός είναι ο χώρος του; Και πώς αντικαθιστά διαμιάς την τεράστια εξανεμισμένη πραγματικότητα
;
(Emil Cioran)


Ο Emil Cioran γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1911 στο Ρασινάρι της Ρουμανίας. Πολύ νέος ανακάλυψε τον Νίτσε, τον Ντοστογιέφκι, τον Σοπενχάουερ, τον Φλωμπέρ, τον Λίχτενμπεργκ, τον Μπαλζάκ, τον Ταγκόρ και τον Σένγκλερ, οι οποίοι επηρέασαν τη σκέψη του, όπως αργότερα ο Χέγκελ, ο Χούσερλ, ο Καντ, ο Βάινιγκερ, ο Φίχτε και ο Κίρκεγκωρ. Το 1937, με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου της Ρουμανίας, εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου και παραμένει έως το τέλος της ζωής του. Πέθανε στις 20 Ιουνίου 1995.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ

Ένα νοσοκομείο που φλέγονταν απ' τον Ιούλιο. Μετρούσε εβδομάδες η κλεψύδρα του ορού σου. Σε τίποτε δεν παρέπεμπες πια. Φωνή που κάποτε αντέγραψα και τώρα την ακούω ακατανόητη.
Άλλαξες. σχεδόν κρυφά, ανειδοποίητα. Όστρακο που άδειασε απ' το μαλάκιο της ιστορίας του. Τί χάδι υπό προθεσμίαν, τί θαλπωρή εφήμερη ήσουν εσύ. πίσω απ' την πλάτη μου να μεταβάλλεσαι σ' αυτό το άδειο βλέμμα.
(Το δάνειο του χρόνου,1989, ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ)

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΧΑΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Πάρα πολύ θάλασσα. Είδαμε πολύ θάλασσα.
Αργά το σούρουπο που το νερό απλώνεται άτονο
και ξεθωριασμένο στο τίποτα, ο φίλος μου το κοιτάει επίμονα
και εγώ κοιτάω το φίλο μου και κανείς δε μιλαέι.
Το βράδυ καταλήγουμε στο βάθος μιας ταβέρνας μες στους καπνούς
μονάχοι μας, να πίνουμε παρέα. Ο φίλος μου έχει τα όνειρά του
(είναι λιγάκι μονότονα τα όνειρα, στο βουητό της θάλασσας)
όπου το νερό ανάμεσα στα νησιά δεν είναι παρά ο καθρέφτης
των λόφων που είναι διάστικτοι από καταρράκτες και αγριολούλουδα.
Το κρασί του είναι σαν τα όνειρά του. Βλέπει, κοιτώντας το ποτήρι,
ν' ανεβαίνει πράσινους λόφους στην πεδιάδα της θάλασσας.
Οι λόφοι μού αρέσουν, και τον αφήνω να μιλάει για τη θάλασσα
το νερό είναι τόσο διάφανο που φαίνονται τα βότσαλα.

Βλέπω μονάχα λόφους και μου γεμίζουν τον ουρανό και τη γη
με τις σταθερές γραμμές των μακρινών και κοντινών πλαγιών.
Μονάχα οι δικοί μου είναι άγριοι και αυλακωμένοι
με κουρασμένα αμπέλια πάνω στην καμένη γη. Ο φίλος τούς δέχεται
και τους θέλει ντυμένους στα λουλούδια και στα άγρια φρούτα
για να ανακαλύψει γελώντας, κορίτσια πιο γυμνά από τα φρούτα.
Αυτό δεν είναι απαραίτητο: στα πιο σκληρά όνειρά μου δεν λείπει το
χαμόγελο.
Αν αύριο το πρωί πηγαίναμε προς τους λόφους,
θα μπορούσαμε να συναντήσουμε στ' αμπέλια
κάποια μελαχρινή, ηλιοκαμένη κοπέλα
και, πιάνοντας κουβέντα, να φάμε λίγα από τα σταφύλια της.
(Cesare Pavese, 1933)

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΧΑΡΑΣ

Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο το πρωί
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα και τα λουλούδια
έπειτα ο ήλιος
ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό.
Μια νύμφη μάζευε τις έννοιες μας και τις κρεμνούσε στα δέντρα
ένα δάσος από δέντρα του Ιούδα.
Ερωτιδείς και σάτυροι παίζαν και τραγουδούσαν
κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες
σάρκες μικρών παιδιών.
Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί,
η άβυσσο κλειστό πηγάδι
όπου χτυπούσε το τρυφερό πόδι ενός ανήλικου φαύνου
θυμάσαι το γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
Έπειτα σύννεφα βροχή και το νοτισμένο χώμα
έπαψες να γελάς σαν έγειρες μέσα στην καλύβα
κι άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας
τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία.

"Ανεξήγητο" είπες "ανεξήγητο
δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους
όσο και να παίζουν με τα χρώματα
είναι όλοι τους μαύροι".
(Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄, 1940)

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

ΠΡΩΙΝΟ ΑΣΤΡΟ

ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ,
τί μεγάλα μάτια
τί μεγάλα-
σε ποιό ουρανό χαμογελάς
τί βλέπεις πίσω από τα μάτια μας;

Κάτω από τα τριανταφυλλένια πέλματά σου
δυο καρδιές-
η καρδιά της μητέρας
η καρδιά του πατέρα.
Πάτα γερά.
Δε θα πέσεις.

Όπου ακουμπήσεις πούπουλα και φως
πούπουλα και φως η μάνα σου
πούπουλα και φως εγώ-
με παίρνει ο αέρας
πούπουλο και φως.

Κράτησέ με, κοριτσάκι,
με παίρνει ο αέρας
πάνω απ' τα βουνά
ψηλά, ψηλά,
γαλανά φτερά
φτερά, φτερά,
μια θάλασσα φτερά
η χαρά.
Κράτησέ με.

Ένα αστέρι μου κλείνει το μάτι του
μια πεταλούδα μου παίρνει το φλιτζάνι μου
δυο χελιδόνια μου παίρνουν την καρέκλα μου
τέσσερα περιστέρια μου παίρνουν το τραπέζι μου
ένας αητός μου πήρε τα ρούχα μου,
γυμνός στον αέρα
στον αέρα
με παίρνει ο αέρας
πούπουλο και φως.

Μονάχα το χαμόγελό σου
ένας ρόδινος κρίκος να πιαστώ.

Κράτησέ με.

...........................................................

ΚΛΑΙΣ, κοριτσάκι;
Λείπει η μητέρα;
Έλα, μην κλαις.

Η μητέρα που λείπει
έχει βγει μια στιγμή στον ουρανό
να ποτίσει
τα λουλούδια των άστρων.

Δυο μικρά αγγελούδια
τη συνάντησαν
στο πιο δροσερό
μονοπάτι του Παράδεισου.

Τη ρωτήσανε για σένα, κοριτσάκι,
βγάλαν δυο φτερά από τα φτερά τους
και σ' τα στέλνουν
να τα βρέξεις στην καρδιά μας
και να γράψεις στο θεό.

Γράψε του: "Καλέ θεούλη,
εμείς είμαστε καλά.
Κάνε εσύ, καλέ θεούλη,
νά 'χουν όλα τα παιδάκια
ένα ποταμάκι γάλα
μπόλικα αστεράκια μπόλικα τραγούδια.
Κάνε εσύ, καλε θεούλη,
νά 'ναι όλοι καλά
έτσι που και μεις να μη
νιώθουμε πολύ ντροπή
για την τόση μας χαρά".

Έκανες ένα λάθος, κοριτσάκι, να:
Η χαρά
δε γράφεται με πράσινο.
Γράφεται με κόκκινο.
Η χαρά
είναι κόκκινο γαρίφαλο.
Να το θυμάσαι:
Κόκκινο γαρίφαλο.

Μεθαύριο θα σου πω.
(Γιάννης Ρίτσος)

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

ΤΡΟΠΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΙΓΟΚΕΡΩ

Απ' την αρχή δε γνώρισα, όπως τό 'πα κι όλας, τίποτ' άλλο απ' το χάος. Μερικές ωστόσο φορές έφτανα τόσο κοντά στο κέντρο, μέσα στην ίδια την καρδιά της σύγχυσης, που είναι ν' απορεί κανένας πως δεν τινάχτηκαν τα πάντα στον αέρα γύρω μου.
Έχει γίνει συνήθειο να λέμε πως για όλα φταίει ο πόλεμος. Εγώ όμως βεβαιώνω πως ο πόλεμος δεν επηρέασε στο παραμικρό, ούτε εμένα, ούτε τη ζωή μου. Τον καιρό που άλλοι είχαν βολευτεί σ' άνετες κουκέτες, στο ναυτικό, εγώ σερνόμουν απ' τη μιαν άθλια δουλειά στην άλλη, και ποτέ δεν κέρδιζα όσα θα μου φτάναν για να κρατήσω μαζί την ψυχή με το σώμα μου. Σχεδόν μόλις με προσλάβαιναν, με πετούσαν στο δρόμο. Δε μού 'λειπε η εξυπνάδα, προκαλούσα όμως τη συσπιστία. Όπου κι αν πήγαινα, υποδαύλιζα τη διχόνοια -όχι γιατί ήμουν ιδεολόγος, αλλά γιατί έμοιαζα μ' ένα φακό πού 'βγαζε στη φόρα τη βλακεία και τη μηδαμινότητα που υπήρχε στο κάθε τι. Και πέρα απ' αυτό, δεν ήμουν καλός κολογλύφτης. Κι έδινα, δεν υπάρχει αμφιβολία, αυτήν την εντύπωση. Όταν ζητούσα δουλειά, ο καθένας, καταλάβαινε αμέσως, πως δεν έδινα φράγκο αν θα την έπαιρνα ή όχι. Και φυσικά, συνήθως δεν την έπαιρνα. Έπειτα όμως από λίγο χρόνο, και μόνο το να ψάχνω για δουλειά έγινε για μένα απασχόληση, ένας τρόπος, ας πούμε, να περνάω τον καιρό μου. Έμπαινα και ζητούσα οτιδήποτε. Ήταν κάποιος τρόπος να σκοτώνω τον καιρό μου -καθόλου χειρότερος, απ' όσο μπορούσα ν' αντιληφθώ, απ' τη δουλειά αυτή καθ' αυτή. Ήμουν αφεντικό του εαυτού μου και είχα το δικό μου ωράριο, αντίθετα όμως απ' τ' άλλα τ' αφεντικά, εγώ κατέστρεφα μόνο τον εαυτό μου, προκαλούσα μόνο τη δική μου χρεωκοπία. Δεν ήμουν ούτε σωματείο, ούτε τραστ, ούτε κράτος, ούτε ομοσπονδία κρατών -πιό πολύ έμοιαζα με Θεό, αν ήταν να μοιάζω με κάτι.
(Χένρι Μίλλερ)

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

ΠΕΡΙ ΧΡΗΜΑΤΩΝ, ΤΥΧΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΩΣ ΑΝΤΙΞΟΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΒΙΟΥ

Βιός το λέμε, γιατί μετά βίας το κερδίζουμε.

Βίος που του λείπει το βιός δεν είναι βίος.

Μολύβι σκέτο τα πάθια και οι καημοί των ανθρώπων.

Έχει γλυκασμόν και μες στις συμφορές ακόμα.

Στο χρήμα πάνω απ' όλα φαίνεται τι είναι ο άνθρωπος.

Ο πλούτος μπορεί να σε κάμει και πονόψυχον ακόμα.

Ζούμε, βλέπεις, όχι όπως θέλουμε, αλλά όπως μπορούμε.

Από μιαν άθλια ζωή καλύτερος ο θάνατος.

Προτιμώ μια στάλα τύχη από ένα πυθάρι μυαλό.

Του καραβιού τ' αραξοβόλι, είν' ο όρμος. Της ζωής,η ανεγνοιασιά.

Αραξοβόλι στην τύχη τη στραβή είναι για τον άνθρωπο η τέχνη.

Μη βιάζεσαι να πλουτίσεις, μη φτωχύνεις γρήγορα.

Όλες οι ατυχίες να θεωρείς πως είναι ολωνών.

Νίκα με τον λογισμό την κάθε συμφορά που θα σου τύχει.

Κανένας δεν έριξε τον πυρετό του δίνοντας χρήματα.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη βρίζει την τύχη του.

Σπουδαιότατο όπλο είναι για τον άνθρωπο τα χρήματα.

Μην ξιπαστείς απ' τα πλούτη σου και επιχειρήσεις καμιάν αδικία.

Φτωχός σαν είσαι, μην έχεις μυαλό πλουσίου.

Τον φτωχό τον ακαμάτη δεν μπορεί να τονε θρέψει η τεμπελιά του.

Κατά που θα γείρει η ζυγαριά: να τι είναι η ζωή μας.

Ένα μικρό γύρισμα του τροχού, κι ολάκερη η ζωή μας έρχεται τα πάνω κάτω.

Τύχη είναι τα ανθρώπινα, κι όχι ευθυκρισία.

Αστραπιαία μεταβάλλει τις ισορροπίες μία κρίσιμη στιγμή.

Μην αφήνεις τίποτε στην τύχη: νά συμβουλή χρήσιμη παντού.

Η τύχη αποφασίζει πιο καλά απ' ότι εμείς.

Του φτωχού ο λόγος μάταιος και κενός.

Τις συμφορές μας τις πιο πολλές εμείς οι ίδιοι τις διαλέγουμε.

Τα δάνεια κάνουν δούλο τον ελεύθερο.

Σαν έχεις τύχη, γλυκοκοιμήσου, μην παρακοπιάζεις. Και πάλι σαν δεν έχεις, γλυκοκοιμήσου, μάταια μην κοπιάζεις.

Μενάνδρου, "Γνώμαι μονόστιχοι"
(Μετάφραση: Βάιος Λιαπής)

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ...






"Πολλοί κατηγόρησαν τη Μαρία Πολυδούρη πως βασάνισε κι έφθειρε τον εαυτό της, σκορπώντας τον σπάταλα, μαδώντας τον στον έρωτα. Και δεν λένε ψέματα, χωρίς όμως να βρίσκονται και στην αλήθεια. Όπως θα ’ναι λάθος να δούμε την ποίησή της σαν μονότονο ερωτικό τραγούδι, όμορφο έστω και συγκινητικό. Μέσα στα ποιήματά της, δεν κλαίει τόσο εκείνους που ήρθαν κι έφυγαν, μα εκείνον που δεν ήρθε, το ιδανικό που δεν αιχμαλώτισε ποτέ, λες κι ήτανε μια χίμαιρα. Ένα ιδανικό που το ζήτησε έξω, πολύ μακριά από τον εαυτό της, στην καρδιά και την δύναμη των άλλων. Γιατί της ήταν αδύνατον να υπάρξει μόνη της και ν’ αποφασίσει τη Μοναξιά της, που ήταν η πιο μεγάλη επιβεβαίωση της ξεχωριστής κι ολοκληρωμένης προσωπικότητάς της.
Η μοναξιά, που μέσα της πνίγηκε η τρυφερή και ωραία ποιήτρια, ήταν ένα μετάλλιο, που στη μια του όψη είχε χαραγμένη τη λέξη «Αφθονία» και στην άλλη τη λέξη «Τιμωρία»."
(Λιλή Ζωγράφου - Εισαγωγή: Μ. Πολυδούρη: Άπαντα, Εκδόσεις Εστία, Γενάρης 1961)

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Τί σημαίνει "θάνατος" και τί σημαίνει "θάλασσα"; Μου φαίνεται, πως, αν αποκριθώ κάποτε στο ερώτημα τι σημαίνει "θάνατος", θα μπορέσω ν' αποκριθώ και στο ερώτημα τι σημαίνει "θάλασσα". Η θάλασσα σα θέα είναι ασφαλώς κάτι πλατύτερο απ' τον θάνατο, κάτι που σε υψώνει σ' ένα παράθυρο απ' όπου μονάχα το σύμπαν ατενίζεις. Αναπνέεις βαθειά τη θάλασσα και νομίζεις, πως γίνεσαι τόσον υγιής, ώστε να μη μπορείς να πεθάνεις. Όμως, όταν νοσταλγείς τη "θάλασσα" και δεν την αναπνέεις, δεν τη ρουφάς μ' όλο σου το σώμα, τότε νοιώθεις το "θάνατο" [κι] η σημασία του αόριστα σ' αιχμαλωτίζει, σε κάνει δέσμιο έστω και για λίγα δευτερόλεπτα.

(Γιώργος Σαραντάρης, Στους φίλους μιας άλλης χαράς, 1940)

Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1908, σπούδασε Νομικά στην Ιταλία, όπου και διέμεινε για 21 χρόνια, απ' το 1910 έως το 1931 Συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικού πόλεμο Εκεί αρρώστησε από τύφο. Πέθανε όταν επέστρεψε στην Αθήνα το 1941.
Για τον Γιώργο Σαραντάρη είχε γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης: "Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χροντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της".