Σε κάποια πολιτεία καιρό φτασμένος,
μόνος γυρίζω, όλη τη μέρα μόνος•
πόθος ούτ' ένας μέσα μου, ουδέ πόνος,
κ' είμαι από κάθε τι ο ξεδιψασμένος.
Πότε, από πού έχω έρθη, δεν το λογαριάζω
να μου το ειπούν• μιλώ, δε μου μιλάνε•
πικροχαμογελάνε, αντιπερνάνε,
σαν να μην είμαι, σαν να μη τους μοιάζω.
Κι όταν μεσημερνός ο ήλιος κεντρώνει,
και πέρα ως πέρα η χώρα όλη ερημώνει,
κι ουδέ σε θύρα ουδέ σε παραθύρι
γροικάς ποτέ, θωρείς κανένα-
κάτασπρη η πολιτεία φαντάζει ως ένα
παλιό, λησμονημένο κοιμητήρι.
(Κλέων Παράσχος, Ανθολογία "Οι Νέοι, 1922)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου