"Θα δοθώ ολάκαιρος στην άμεση Ενέργεια... Τώρα ταχτοποιώ εδώ τα γραφτά μου, σαν να πρόκειται να φύγω ή να πεθάνω". (Νίκος Καζαντζάκης)

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ




ΑΡΕΤΟΥΣΑ
«Νένα, λογιάζω να θαρρείς πως με το θέλημά μου
βάνω τα ξύλα στη φωτιάν, και καίγω την καρδιά μου.
Η όρεξή μου, Νένα μου, ο νους κ’ οι λογισμοί μου,
μακράν οδόν επιάσασι, δεν είναι πλιό δικοί μου.
Θωρώ κ’ εξαναγίνηκα, γνωρίζω το απατή μου,
γιατί όλα αλλάξαν εις εμέ, δεν είμαι πλιό σαν ήμου’.
Πολλοί τον Ήλιον πεθυμούν, τη λάμψιν του ζητούσι,
κι άλλοι πολλοί όντε τον-ε δουν, το φως τως καταλούσι’•
άλλος τη βράση ορέγεται, άλλος κρυόν αέρα,
κι άλλος το σκότος πεθυμά, και βλάφτει τον η μέρα.
Πολλοί απ’ τσι μεγαλότητες τούτου του Κόσμου φεύγουν,
την ταπεινότη ορέγουνται και τη φτωχειά γυρεύγουν•
άλλοι το πλούτος πεθυμούν και τη φτωχειά μισούσι,
κι άλλοι ξετρέχουν το κακό, σπουδάζου’ να το βρούσι.
Κι ο Κόσμος από την αρχήν εδέτσι εθεμελιώθει,
και πορπατεί καθένας μας εκεί, που η Τύχη αμπώθει.

»Α’ θέλω τον Ρωτόκριτον Ταίρι να τον-ε κάμω,
και μετ’ αυτό αν ορέγομαι και θέ’ να κάμω γάμο,
εκείνους τους λογαριασμούς, τ’ αφτιά μου οπού σου ακούσα’,
την ώρα τούτη εχάσα τους, δεν είμαι η Αρετούσα.
Σαν πώς θαρρείς κ’ ευρίσκομαι, πώς κρίνομαι, πώς είμαι;
Τιμή κι ο φόβος του Κυρού σφίγγει με και κρατεί με.
Κι από την άλλη ο Έρωτας, μ’ έχει έτσι πληγωμένη,
οπού δεν ξεύρω ο νικητής ποιος είναι οπ’ απομένει.

»Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ’ ανέμου κακοσύνη,
οπού καμιάν ανάπαψη να πάρει δεν τ’ αφήνει,
μα ώρες επά, κι ώρες εκεί τα’ αμπώθουν οι ανέμοι,
κι ανεβοκατεβάζουν το, κ’ εκείνο πάντα τρέμει-
εδέτσι ευρίσκομαι κ’ εγώ. Ανάθεμα έτοια ζήση,
μιάν ώρα ανέγνοια το κακό δε θέλει να μ’ αφήσει!

»Αρχή ήτονε πολλά μικρή κι αψήφιστη, την πρώτη,
κι ουδ’ όλπιζα να σκλαβωθεί έτοιας λογής η νιότη.
Μιά κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κ’ ήρχισέ μου,
και τα τραγούδι κι ο σκοπός εγρίκου’ κ’ ήρεσέ μου.
Κ’ ελόγιαζα κ’ η Πεθυμιά σε λίγο ν’ απομείνει,
μα επλήθαινε με τον καιρόν, Πόθος κι Αγάπη εγίνη.
Και δεν κατέχω να το πω, ίντα λογής μου εφάνη,
και πώς εξάπλωσεν εδά, κι όλον το νου μου πιάνει.
Πράμ’ άλλο δεν ελόγιαζα, μα Πόθο είχα μεγάλον,
να του γρικώ να τραγουδεί έτσι γλυκιά παρ’ άλλον.
Κι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά την όρεξιν εκίνα,
κι ο Έρωτας με πιβουλιά τσι προξενιές μού εμήνα.
Κι α’ μου μιλούσι, δε γρικώ, ουδέ κατέχω πού’ μαι,
κρίνομαι, βασανίζομαι, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι.
Κ’ εβγήκα από τα φωτερά, κ’ εμπήκα στο σκοτίδι,
και του άρρωστου η λιγοθυμιά συχνιά-συχνιά μου δίδει.
Μπορώ να πω κ’ η ζήση μου από την ώρα εκείνη,
οπού’βαλα το λογισμόν, έτοιας λογής με κρίνει.
Ωσάν καράβι όντε βρεθεί στο πέλαγος και πλέγει,
με δίχως ναύτες, μοναχό, και να πνιγεί γυρεύγει,
κι ο άνεμος κ’ η θάλασσα του’χουν κακιά μεγάλην,
και τρέχει πάντα στον πνιμόν, δίχως βοήθειαν άλλην-
εδέτσι ευρίσκομαι κ’ εγώ, πλιό δεν μπορώ να ζήσω,
τρέχω και πορπατώ να βρω χαράκι, να σκορπίσω.




»Κατέχεις το, πως την καρδιάν ο Έρωτας δοξεύγει,
και νοικοκύρης γίνεται, τα φύλλα τση γυρεύγει.
Και δεν μπορεί ν’ αντισταθεί κιανείς, και να του φύγει,
κι ουδέ κοπιά αδιαφόρετα, ως πάγει στο κυνήγι.
Ο Ρώκριτος είν’ Έρωτας, κι αν και φτερά δεν έχει,
μηδέ θαρρείς κ’ εχάσε τα –πού βρίσκουνται, κατέχει.
Εις την καρδιά μου τα’πεψε, κ’ εκεί’ναι τα φτερά του,
γιαύτος πετά και φεύγει μου, κ’ ευρίσκομαι μακρά του.

»Μα μ’ όλον οπού’ν’ Έρωτας, κι οπού’χει χάριν τόση,
τιμής σημάδι κ’ ευγενειάς πάντα τού θέλω δώσει.
Και τάσσω σου, πώς να με δεις σ’ ετούτον αντρειωμένην,
μ’ όλον που μου’χει την καρδιά στη μέσην πληγωμένην.
Δίχως ψεγάδι βούλομαι να πά’ να βρω τον Χάρο,
‘το δε θελήσει ο Κύρης μου Άντρα να τον-ε πάρω.
Ρέγομαι να τον-ε θωρώ, γιατί όμορφος εγίνη,
άλλο ασκημάδι-ν εις εμέ δε θέλεις δει, Φροσύνη.
Μόνο από λόγου μου θωριάν ευγενική θέ’ να’χει,
και τιμημένην εμιλιά σε τόπο, όπου μου λάχει.
Αμή άλλο τίβοτσι από με δε θέλει δει άτιες, Νένα,
και λογισμό μη βάνεις ποιο, και πίστεψέ μου εμένα. »

(Βιτσέντζος Κορνάρος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου